Η συνάντηση στη Μόσχα που αμφισβητήθηκε από ιστορικούς αλλά κατέγραψε ο Τσόρτσιλ στο ημερολόγιό του – Δεν συμμετείχαν εκπρόσωπο των βαλκανικών χωρών – Τι είχε ειπωθεί για τα Δεκεμβριανά, τον ΕΑΜ και τη Βόρεια Ήπειρο
Σαν σήμερα, πριν από 80 ακριβώς χρόνια, έλαβε χώρα μία συνάντηση η οποία υποτίθεται πως καθόρισε το μέλλον των Βαλκανίων.
Ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και μία… χαρτοπετσέτα ήταν αρκετά για να καθοριστούν οι ιδεολογικές σφαίρες επιρροής μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος διαφαινόταν πως δεν απείχε και πολύ από το τέλος του.
Με τη ναζιστική Γερμανία να βρίσκεται πλέον στο χείλος της ήττας, Τσώρτσιλ και Στάλιν άρχισαν να διαπραγματεύονται την μεταπολεμική κατάσταση στην Ευρώπη, ειδικά στην περιοχή των Βαλκανίων, που από παλιά αποτελούσε γεωστρατηγικό σημείο-κλειδί και πεδίο αντιπαράθεσης για τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο λόγος για την «Συμφωνία των Ποσοστών», ή αλλιώς τη «Διάσκεψη της Μόσχας» κατά την οποία ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, μοίρασαν τα Βαλκάνια σε ζώνες επιρροής παρουσία ισχυρών συμμάχων, χωρίς εκπροσώπους των ίδιων των Βαλκανίων… Η παρουσία των Αμερικανών σε αυτή τη διαπραγμάτευση ήταν πιο πολύ τυπική, καθώς ο πρόεδρος Ρούζβελτ ζήτησε να συμμετάσχει ο Αμερικανός πρεσβευτής Χάριμαν ως παρατηρητής. Ωστόσο, ο Τσώρτσιλ τόνισε ότι οι αποφάσεις θα ήταν προκαταρκτικές και ότι η Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση είχαν τον πρώτο λόγο στην περιοχή.
Η ύπαρξη της συμφωνίας αυτής έγινε γνωστή από τη βιογραφία του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος μάλιστα είχε δημοσιοποιήσει και φωτογραφία που απεικόνιζε το κομμάτι χαρτιού πάνω στο οποίο σημειώθηκαν τα ποσοστά επιρροής των δύο μεγάλων δυνάμεων στις βαλκανικές χώρες.
Στις 9 Οκτωβρίου, 1944, λίγους μήνες πριν τη Διάσκεψη της Γιάλτας, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν στην τέταρτη Διάσκεψη της Μόσχας, όπου, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, ο Τσώρτσιλ πρότεινε η Σοβιετική Ένωση να έχει 90% επιρροή στη Ρουμανίακαι 75% στη Βουλγαρία, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο να έχει 90% επιρροή στην Ελλάδα. Ο Τσώρτσιλ επίσης πρότεινε στην Ουγγαρία και τη Γιουγκοσλαβία να έχουν 50% επιρροή και οι δύο.
Στη συνέχεια ο Τσώρτσιλ έγραψε τη συμφωνία με μπλε μολύβι σε μία χαρτοπετσέτα, την οποία έδωσε στον Στάλιν, και αφού την ενέκρινε ο Στάλιν του την επέστρεψε. Το χαρτί αυτό ανήκει στα βρετανικά εθνικά αρχεία. Όπως ίσως διακρίνει κανείς, η Ελλάδα αναγράφεται δεύτερη. Ποσοστό 90% κατέχει η Μεγάλη Βρετανία με την επιπλέον όμως σημείωση: «in accord with USA» (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ).
Στο περιστατικό που περιγράφει ο Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του, αναφέρει μάλιστα πως, μετά την υπογραφή του Στάλιν, αναρωτήθηκε αν θα φαινόταν «κυνικό» να έχουν αποφασίσει τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων με τόσο πρόχειρο τρόπο και πρότεινε να κάψουν το έγγραφο. Ο Στάλιν, όμως, διαφώνησε και του είπε να το κρατήσει.
Η ιστορία αυτή, παρόλο που ακούγεται απίστευτη, επιβεβαιώθηκε αργότερα από τα ρωσικά αρχεία που αποχαρακτηρίστηκαν, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1944 στις 10 το βράδυ στο Κρεμλίνο.
Η στρατηγική θέση της Ελλάδας
Η σημασία της Ελλάδας για τη Βρετανία απορρέει από τη στρατηγική της θέση στη Μεσόγειο.
Ήδη από την Επανάσταση του 1821, οι Βρετανοί προσπαθούσαν να έχουν τον έλεγχο της περιοχής, καθώς η Ελλάδα αποτελούσε «κλειδί» για τη διατήρηση του θαλάσσιου δρόμου προς την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και τις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία.
Έτσι, η Βρετανία ήταν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει ακόμη και στρατιωτική βία, αν χρειαζόταν, για να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Ελλάδα.
Το γράμμα προάγγελος για τα Δεκεμβριανά και η στάση του Στάλιν
Η συμφωνία των ποσοστών κατοχύρωσε, αν όχι προδιέγραψε, για την Ελλάδα μια πορεία διαφορετική από τους βόρειους γείτονές της.
Μερικές ημέρες μετά τη σύναψή της, στις 7 Νοεμβρίου 1944, ο Τσώρτσιλ έγραψε στον Υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Ήντεν:…
«Λαμβάνοντας υπόψη το τίμημα που καταβάλαμε στη Σοβιετική Ένωση για να έχουμε ελεύθερα τα χέρια στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικά στρατεύματα για να στηρίξουμε την ελληνική κυβέρνηση υπό τον Παπανδρέου. Προβλέπω με βεβαιότητα σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε ενώπιον αυτής της προοπτικής, υπό τον όρο ότι θα έχουμε επιλέξει πολύ καλά τον λόγο και το έδαφος».
Το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου
Ο Βίκτορ Ρόθγουελ, ιστορικός με εξειδίκευση στη διπλωματική ιστορία της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναφέρει την έντονη αντιπαράθεση που προέκυψε γύρω από το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Συμμάχων. Το ζήτημα αυτό ανακινήθηκε τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τη Γιουγκοσλαβία, προκαλώντας διπλωματικές επιπλοκές και εντάσεις, καθώς και τον έντονο προβληματισμό των Βρετανών.
Η Ελλάδα, έχοντας ισχυρούς ιστορικούς και εθνικούς δεσμούς με τη Βόρεια Ήπειρο, προσπάθησε να εντάξει το αίτημα για την ενσωμάτωση της περιοχής στο μεταπολεμικό πλαίσιο διευθέτησης των βαλκανικών συνόρων. Το αίτημα της ελληνικής πλευράς βασιζόταν σε γεωστρατηγικά και εθνολογικά επιχειρήματα, καθώς η Βόρεια Ήπειρος αποτελούσε μία περιοχή με έντονη ελληνική παρουσία και είχε επανειλημμένα αποτελέσει αιτία διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, το Βορειοηπειρωτικό δεν απασχόλησε μόνο την Ελλάδα. Η Γιουγκοσλαβία, προσπαθώντας να διασφαλίσει τη δική της επιρροή στην περιοχή, διατύπωσε παράλληλα αξιώσεις στη βόρεια Αλβανία. Οι Γιουγκοσλάβοι δήλωσαν πως, εάν οι Έλληνες αποκτούσαν εδαφικά δικαιώματα στη νότια Αλβανία, τότε θα έθεταν και αυτοί αξιώσεις στο βόρειο τμήμα της χώρας, γεγονός που απειλούσε να προκαλέσει ένταση και να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών.
Οι Βρετανοί, έχοντας σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής κατάστασης στην περιοχή, αντιμετώπισαν το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου με προσοχή και δισταγμό. Το Νότιο Τμήμα του Φόρεϊν Όφις (του Υπουργείου Εξωτερικών της Βρετανίας) διαμόρφωσε τη θέση ότι, ενώ οι ελληνικές διεκδικήσεις είχαν ισχυρά εθνικά και στρατηγικά ερείσματα, η Βρετανία δεν ήταν διατεθειμένη να στηρίξει τις αξιώσεις της Ελλάδας σε βάρος της Αλβανίας, ειδικά εάν αυτές δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις με άλλους συμμάχους.
Επιπλέον, οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν ένα ευρύτερο γεωπολιτικό δίλημμα. Η υποστήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων στη Βόρεια Ήπειρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραιτήσεις της Ελλάδας από άλλες διεκδικήσεις, όπως αυτή των Δωδεκανήσων, όπου η ελληνική πλευρά διεκδικούσε την προσάρτηση λόγω του έντονου ελληνικού στοιχείου και της γεωγραφικής εγγύτητας. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν ότι οι ισχυρές ελληνικές διεκδικήσεις στα Βαλκάνια θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις ισορροπίες στην περιοχή, ειδικά εάν η Τουρκία ζητούσε ανταλλάγματα για να εισέλθει στον πόλεμο με τους Συμμάχους.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Φόρεϊν Όφις θεώρησε ότι οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων θα έπρεπε να εξεταστεί πολύ προσεκτικά και να αποφασιστεί στο πλαίσιο της συνολικής μεταπολεμικής διευθέτησης. Παρά την αναγνώριση των ελληνικών αιτημάτων, η Βρετανία δεν ήταν προετοιμασμένη να προσφέρει την Κύπρο ή άλλα εδάφη ως αντιστάθμισμα, καθώς θεωρούσε ότι τέτοιες παραχωρήσεις θα προκαλούσαν περαιτέρω εντάσεις.
Η στάση της Βρετανίας επισημοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, όταν ο Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ήντεν προέβη σε δημόσια δήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων, στην οποία η Βρετανία αναγνώριζε την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Αλβανίας και την προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας. Τα σύνορα της Αλβανίας, σύμφωνα με τον Ήντεν, θα αποφασίζονταν σε μια μεταγενέστερη διάσκεψη ειρήνης, όπου θα λαμβάνονταν υπόψη οι γεωπολιτικές ισορροπίες και τα εθνικά συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων κρατών.
Η στάση αυτή της Βρετανίας, αν και απογοητευτική για την ελληνική πλευρά, ήταν ενδεικτική της στρατηγικής της να μην προκαλέσει περαιτέρω αστάθεια στα Βαλκάνια, καθώς η περιοχή αποτελούσε πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Παράλληλα, η Βρετανία προσπαθούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στην Ανατολική Μεσόγειο και να εξασφαλίσει ότι τα ελληνικά αιτήματα δεν θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις άλλες στρατηγικές της επιδιώξεις στην περιοχή.
Πηγή : protothema.gr