«Κλειδί» η αλλαγή της φορολογίας για την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος

0
750

Η φορολογία είναι από τα βασικά μέσα απόκτησης εσόδων για ένα κράτος, όμως ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει το «κλειδί» για αλλαγή συμπεριφορών, με άμεσο, θετικό αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη που δημοσιοποίησε προ ημερών το ΙΟΒΕ, επισημαίνοντας την «ανορθόδοξη» πολιτική που ακολούθησε η χώρα από τη δεκαετία του 2010. Σε εκείνο το διάστημα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ειδική φορολόγηση είχε ως αποκλειστικό -σχεδόν- κίνητρο την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων, δίχως να παρέχονται κίνητρα για την προώθηση στόχων της δημόσιας πολιτικής. Με την υψηλή φορολόγηση μειώθηκε η ζήτηση στα σχετικά προϊόντα, όμως, ταυτόχρονα, άνθισε το παράνομο εμπόριο προϊόντων, με συνέπεια τα φορολογικά έσοδα να υστερούν από τους στόχους που είχαν τεθεί.

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, «η φορολογική πολιτική θα πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην ανάπτυξη προϊόντων ή εναλλακτικών παραγωγικών διαδικασιών που περιορίζουν τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή βλάβες σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση. Σε αυτό τον στόχο μπορεί να συμβάλει η διαφορική φορολογία και η στοχευμένη επιδότηση προϊόντων και δραστηριοτήτων».

Τι εφαρμογές μπορεί να έχει η διαφοροποιημένη φορολογία

Η ειδική φορολογία και η παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων αποτελεί εργαλείο για την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων που συνδέονται με την παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση ορισμένων προϊόντων. Αυτές οι εξωτερικές επιδράσεις, που μπορούν να περιοριστούν με τη «στροφή» καταναλωτικών συμπεριφορών, σχετίζονται, ενδεικτικά, με τη ρύπανση, τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ή και πιο άμεσος κινδύνους υγείας και τη συνακόλουθη επιβάρυνση του ΕΣΥ.

Στη μελέτη του ΙΟΒΕ, εξετάστηκαν οι περιπτώσεις στήριξης των ΑΠΕ στην Ιταλία, επιβολής φόρου άνθρακα στη Σουηδία, παροχής κινήτρων για τα οχήματα χαμηλών εκπομπών CO2 και επιβολής περιβαλλοντικού τέλους για τις πλαστικές σακούλες στην Ευρώπη.

Στη «ζυγαριά» μπήκε και η εφαρμογή διαφοροποιημένης φορολογίας σε προϊόντα, όπως η μπύρα σε Ολλανδία και Δανία και τα προϊόντα καπνού στη Σουηδία. Από τα συγκεκριμένα παραδείγματα διεθνών πρακτικών διαπιστώθηκε ότι ο συνδυασμός των διάφορων εργαλείων φορολογίας και κινήτρων μπορεί να συντελέσει αποτελεσματικά στην επίτευξη σημαντικών στόχων της δημόσιας πολιτικής.

Υψηλοί οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην Ελλάδα

Από τα στοιχεία των τελευταίων ετών προκύπτει ότι σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, η συμμετοχή των εσόδων από τους βασικούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ενέργεια, προϊόντα καπνού και αλκοόλ), στην Ελλάδα είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο όσο και έναντι των περισσότερο ανεπτυγμένων κρατών.

Είναι ενδεικτικό ότι το 2018, τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην Ελλάδα ανήλθαν σε περίπου 9 δισ. ευρώ. Περίπου το ήμισυ αυτών των εσόδων (47%) προερχόταν από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων. Οι φόροι στα καπνικά προϊόντα απέδωσαν το 25% των εσόδων από ειδικούς φόρους, ενώ τα έσοδα από τους φόρους στα οχήματα αντιπροσώπευσαν το 16%. Η φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών απέφερε το 6% των εσόδων από ειδικούς φόρους, σχεδόν όσο και οι υπόλοιποι ειδικοί φόροι (τηλεφωνίας, διαμονής σε τουριστικά καταλύματα κ.λπ.).

To τίμημα της μη στοχευμένης φορολόγησης

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η συγκριτικά «φουσκωμένη» ειδική φορολόγηση στην Ελλάδα μπορεί να οδηγήσει στην όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και να δημιουργήσει ένα υπόστρωμα για την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας.

Ένα θετικό παράδειγμα επιβολής ειδικού φόρου είναι αυτό των οχημάτων: Η δυνατότητα χρήσης των δρόμων μέσω της πληρωμής ετήσιου φόρου ή διοδίων συμπληρώνεται με την προσπάθεια περιορισμού εξωτερικών επιδράσεων από τη χρήση οχημάτων, όπως ο θόρυβος, η ρύπανση, η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το κόστος ατυχημάτων.

Παρά ταύτα, το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή υψηλών συντελεστών φορολόγησης είχε και ανεπιθύμητα αποτελέσματα, όπως η αύξηση του παράνομου εμπορίου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδική φορολόγηση. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι τα φορολογικά έσοδα απείχαν από τους στόχους που είχαν αρχικά τεθεί.