(Γράφει ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος
Καθηγητής, Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών)
Στη σύγχρονη Ελλάδα, δύο αντίθετοι κόσμοι μεταξύ άλλων, συνυπάρχουν με έντονη αντίφαση. Οι πανελλαδικές εξετάσεις και το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ αποκαλύπτουν τη βαθιά ανισορροπία στη λειτουργία του κράτους.
Από τη μία πλευρά, οι πανελλαδικές εξετάσεις συμβολίζουν αυστηρότητα, πειθαρχία και τον θεσμό της αξιοκρατίας. Από την άλλη, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ καταδεικνύει ένα σύστημα διαχείρισης δημόσιων πόρων με ελλιπή διαφάνεια, πολιτικές παρεμβάσεις, έλλειψη λογοδοσίας και προκλητικής ασυδοσίας ενός δικτύου, πολιτικά προστατευόμενης παρασιτικής ελίτ.
Παρά τις αδυναμίες τους, οι πανελλαδικές εξετάσεις παραμένουν ένας από τους λίγους μηχανισμούς του κράτους που λειτουργούν με διαφάνεια. Χιλιάδες μαθητές εξετάζονται με ενιαίους κανόνες και προκαθορισμένα κριτήρια. Όλοι αντιμετωπίζονται ισότιμα, χωρίς προνόμια ή άμεση πρόσβαση σε προστατευτικά δίκτυα. Η επίδοση μετριέται αντικειμενικά, ο ανταγωνισμός θεωρείται θεμιτός, ενώ η «ευκαιρία» παρουσιάζεται ως κοινό δικαίωμα όλων.
Αντίθετα, το σκάνδαλο στον ΟΠΕΚΕΠΕ διαλύει κάθε έννοια θεσμικής συνέπειας. Ευρωπαϊκά κονδύλια, σχεδιασμένα για την ενίσχυση των αγροτών, χρησιμοποιήθηκαν για τον πλουτισμό «ημετέρων». Η έρευνα ξεκίνησε όχι από ελληνικούς ελεγκτικούς θεσμούς αλλά από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους απέτυχαν και η ελληνική δικαιοσύνη μάλλον είναι «τυφλή και κωφή», προκαλώντας έτσι αρχικά την απάθεια και στη συνέχεια την οργή στην κοινωνία.
Η αντίφαση αυτή αντικατοπτρίζει τη διττή φύση του ελληνικού κράτους.
Αυστηρότητα για τους αδύναμους, προστασία για τους ισχυρούς. Η έννοια της ευθύνης χάνει τη σημασία της όταν εφαρμόζεται κατά το δοκούν. Ο υποψήφιος των πανελλαδικών εξετάσεων διδάσκεται ότι η πρόοδος απαιτεί κόπο. Ο πολιτικός παράγοντας, αντίθετα, αποδεικνύει ότι η εγγύτητα στην εξουσία υπερισχύει των κανόνων.
Η συνύπαρξη αυτών των δύο πραγματικοτήτων, μέσα στο ίδιο κρατικό πλαίσιο, υπονομεύει την ιδέα της ισονομίας. Όταν το κράτος απαιτεί ηθική από τους πολίτες, αλλά δεν την εφαρμόζει στους δικούς του μηχανισμούς, χάνει την εμπιστοσύνη που απαιτείται για τη λειτουργία του. Αυτό δεν αποτελεί διοικητική αδυναμία αλλά κρίση ταυτότητας του πολιτικού συστήματος.
Η νέα γενιά, στην οποία επενδύονται μεγάλες προσδοκίες, εκτίθεται σε αυτή τη θεσμική ασυνέπεια με τον πιο επίσημο τρόπο. Από τη μία καλείται να αποδείξει την αξία της με όρους αξιοκρατίας από την άλλη βλέπει ένα σύστημα που επιβραβεύει τις γνωριμίες αντί της ικανότητας. Το μήνυμα είναι ηθικά διφορούμενο, γεννώντας όχι απλά απογοήτευση αλλά βαθιά αμφισβήτηση.
Η έξοδος από αυτό το ζοφερό περιβάλλον δεν θα έρθει με ευχολόγια. Απαιτεί θάρρος, θεσμική ανασυγκρότηση και ειλικρίνεια στην εφαρμογή ίδιων κανόνων για όλους.
Οι θεσμοί χάνουν το κύρος τους όταν εφαρμόζονται επιλεκτικά. Η δημοκρατία αποδυναμώνεται όταν ο νόμος γίνεται προνόμιο. Η αξιολόγηση χάνει το νόημά της όταν δεν είναι καθολική.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ πέραν από παραβίαση κανόνων, είναι παραβίαση της ίδιας της υπόσχεσης του κράτους προς τον πολίτη για ίσες ευκαιρίες, συλλογική ευθύνη και διαφάνεια στην εξουσία. Αν αυτή η υπόσχεση δεν αποκατασταθεί, η εμπιστοσύνη χάνεται. Και μια κοινωνία χωρίς εμπιστοσύνη στους θεσμούς της παύει να λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι οι καθρέφτες των δύο Ελλάδων.
Η μία μοχθεί, η άλλη εκμεταλλεύεται. Η μεταξύ τους σύγκρουση είναι διαρκής και θεμελιώδης. Και το αποτέλεσμα αυτής της μάχης θα καθορίσει όχι μόνο την αποδοτικότητα των θεσμών αλλά και την ίδια την επιβίωση της δημοκρατίας.
Το ζητούμενο, πλέον, δεν είναι μόνο η αποκάλυψη σκανδάλων ή η περιστασιακή απονομή ευθυνών. Είναι η σταθερή οικοδόμηση μιας κουλτούρας θεσμικής συνέπειας. Μιας κουλτούρας που θα επιβραβεύει την προσπάθεια, θα αποτρέπει την καταχρηστική εξουσία και θα αποκαθιστά την έννοια της δικαιοσύνης στην καθημερινότητα των πολιτών.
Οι νέοι, που σήμερα αγωνίζονται μέσα από τις πανελλαδικές εξετάσεις για μια θέση στο μέλλον, δε χρειάζονται απλώς ελπίδα. Χρειάζονται ένα πλαίσιο στο οποίο η αξία τους θα μετριέται δίκαια και η πρόοδός τους δεν θα εξαρτάται από τις διασυνδέσεις ή τις σκιώδεις σχέσεις με την εξουσία. Αν αυτό το πλαίσιο δε θεμελιωθεί, τότε η αξιοκρατία θα παραμείνει μια ρητορική επίφαση και η κοινωνική κινητικότητα ένα άπιαστο όνειρο.
Καταλήγοντας,
Αν η πολιτική φιλοδοξεί να είναι η τέχνη του εφικτού, όπως έλεγε ο Bismarck, τότε πρέπει να πάψει να είναι η «τέχνη» της συγκάλυψης, της συνενοχής και της διαφθοράς.
Η πολιτική απαξίωση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι απαραίτητα το τέλος. Μπορεί να αποτελέσει την αρχή. Κάθε κρίση εμπεριέχει έναν σπόρο αναγέννησης και αλλαγής.
Η σιωπή της πλειοψηφίας είναι ίσως η ηρεμία πριν από τη συνειδητή και ουσιαστική αντίδραση. Μια κοινωνία που έχει χάσει την εμπιστοσύνη της δεν έχει πεθάνει, όσο και αν κάποιοι το επιθυμούν. Είναι έτοιμη να την ξαναχτίσει, αν της δοθεί η ευκαιρία.
Η Ελλάδα οφείλει, επιτέλους, να επιλέξει σε ποιον κόσμο θέλει να ανήκει. Σε εκείνον της προσπάθειας, της δικαιοσύνης και της διαφάνειας ή σε εκείνον της ατιμωρησίας, της μετριότητας και της αυθαιρεσίας. Δεν πρόκειται για ηθικοφιλοσοφικό δίλημμα. Είναι ζήτημα επιβίωσης της ίδιας της δημοκρατίας.