Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΗλείαΑρχαίο Σαμικό: Η ακρόπολη της Ηλείας

Αρχαίο Σαμικό: Η ακρόπολη της Ηλείας

*Γιάννης Βίτσας: «Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως παρότι σήμερα η περιοχή διαθέτει τόσους ωραίους χώρους, παραλίες, δάση και αρχαιότητες, για τις οποίες έχουν εκφραστεί με θαυμασμό αρχαίοι και νέοι περιηγητές και έχουν περιγράψει σπουδαίοι αρχαιολόγοι και ιστορικοί, δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς».

*Ερωφίλη-Ίρις Κόλλια: «Η μέριμνα της πολιτείας και ιδιαίτερα της αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι πολυεπίπεδη, τόσο σε διοικητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συντήρησης-ανάδειξης, καθώς και σε ερευνητικό».

*Σάκης Μπαλιούκος: «Ο χώρος αυτός έχει αναδειχθεί οδικά με δαπάνες και πρωτοβουλίες του Δήμου  και διατηρείται σε άριστη κατάσταση από την αρχαιολογική υπηρεσία με αρχαιοφύλακα και δέχεται επισκέψεις… το «μπαμ» θα γίνει, όσο προχωρούν τα έργα αποκατάστασης για την αξιοποίηση του Καϊάφα»

Της Μάντως Ρέβελου

mantorevelou@gmail.com

Νομός Ηλείας. Ένας Νομός προικισμένος από τη φύση με τις υπέροχες δυτικές ακτές που βρέχονται από το Ιόνιο πέλαγος, δάση  μοναδικής ομορφιάς και πάνω από 70 αρχαιολογικούς χώρους μεγάλης ιστορικής σημασίας. Ένας νομός, που αν είχαμε εκμεταλλευτεί όλα αυτά που μας έχει χαρίσει η φύση απλόχερα, θα μας καθιστούσε, ίσως από τους πιο τουριστικούς νομούς σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, αφού ζούμε δίπλα στην κορωνίδα της Αρχαίας Ελλάδας, την Αρχαία Ολυμπία.  H «ΠΡΩΤΗ»  σας προσκαλεί να είστε «συνεπιβάτες» σε ένα ταξίδι στο «χθες» και στο «σήμερα» ανακαλύπτοντας μαζί τους αρχαιολογικούς χώρους «διαμάντια» που οι περισσότεροι από εσάς ίσως και να μην γνωρίζετε. Σε αυτό μας το αφιέρωμα «εξερευνούμε» το Αρχαίο Σαμικό. Έναν αρχαιολογικό χώρο με μεγάλη ιστορία, που κάποιοι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του.

Η «ΠΡΩΤΗ» επισκέφθηκε τον αρχαιολογικό χώρο, ωστόσο αυτό το οποίο συναντήσαμε ήταν αντίστοιχο με αυτό, στον αρχαιολογικό χώρο του Αρχαίου Επιταλίου στο προηγούμενο αφιέρωμα της «ΠΡΩΤΗΣ».

Εικόνες εγκατάλειψης. Ο χώρος του προϊστορικού νεκροταφείου  είναι σκεπασμένος με ελενίτ  και η πυκνή βλάστηση έχει καλύψει τα πάντα. Ένας περιφραγμένος χώρος, κλειδωμένος χωρίς αρχαιοφύλακα που μπορείς να τον επισκεφθείς ίσως κατόπιν ραντεβού…

Άλλο ένα αρχαιολογικό «κόσμημα» της Ηλείας, που παραμένει ανεκμετάλλευτο, από τουρίστες, από Ηλείους επισκέπτες ή ακόμα και από σχολεία που θα την επισκέπτονταν  ως εκπαιδευτική εκδρομή.

Αρχαίο Σαμικό

Στις δυτικές απολήξεις του όρους Λαπίθα (Σμέρνα) στην περιοχή του Κάτω Σαμικού βρίσκεται η ακρόπολη της αρχαίας Σαμίας (Σάμιον ή Σαμικόν), η Αρήνη του Ομήρου, κτισμένη σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο του περάσματος από την Ηλεία προς την Τριφυλία και τη Μεσσηνία, ενώ στους πρόποδες του λόφου, στη θέση «Κλειδί», εκτείνονται προϊστορικός οικισμός και νεκροταφείο. Η αδιάλειπτη κατοίκηση του χώρου από τα προϊστορικά χρόνια έως και τη σύγχρονη εποχή καταδεικνύει τον κρίσιμο γεωστρατηγικό χαρακτήρα του. Χαρακτηριστικό είναι ότι, κατασκευάστηκαν οχυρωματικά έργα από Ενετούς, Οθωμανούς, αλλά και στις αρχές του 20ου αι. στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Ο γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στο Σαμικό το χαρακτηρίζει ως ἔρυμα, δηλαδή οχυρό. Εκεί, σύμφωνα με τον Στράβωνα, υπήρχε μια πόλη, η οποία πήρε το όνομά της εξαιτίας της θέσης στο υψηλότερο σημείο του λόφου καθώς με τη λέξη σάμος εννοούσαν το ύψος (Στράβων 8,3,19-20).

Η αρχαία ακρόπολη περιβάλλεται από τείχος σχήματος ακανόνιστου τραπεζίου πάχους 2-3μ. Το τείχος είναι κατασκευασμένο από φαιό ασβεστόλιθο της περιοχής και οι λιθόπλινθοι στην εξωτερικής τους πλευρά είναι αδρά κατεργασμένοι. Εξωτερικά για την ενίσχυση της άμυνας έχουν κτισθεί μεγάλοι ορθογώνιοι πύργοι, οι οποίοι φθάνουν έως και το ύψος των 5,00μ. Η αμυντική ισχύ του φρουρίου ενισχύεται και από την κατασκευή πυλίδων σε στρατηγικά σημεία της οχύρωσης.

Για τη χρονολόγηση της οικοδόμησης των τειχών έχουν διατυπωθεί από το παρελθόν διάφορες απόψεις – το πιθανότερο είναι ότι το αρχαίο τείχος θεμελιώθηκε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και στη συνέχεια, κυρίως στους Μακεδονικούς χρόνους έγιναν μετασκευές και προσθήκες. Στο εσωτερικό της ακρόπολης διακρίνονται λείψανα κατοίκησης, όπως δημόσια κτήρια, μεταξύ των οποίων στοά με κεντρική δωρική κιονοστοιχία, μεγάλη δεξαμενή νερού των ύστερων κλασικών-πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, καθώς και εκτεταμένο λουτρικό συγκρότημα. Σε κοντινή απόσταση από την ακρόπολη εντοπίστηκε και ανασκάφηκε μικρής έκτασης νεκροταφείο Ελληνιστικών χρόνων.

Νοτιοδυτικά της οχυρωμένης ακρόπολης και σε μικρή απόσταση από αυτήν βρίσκεται η θέση «Κλειδί», η οποία αποτελείται από τρεις λόφους, δύο μικρότερους προς τα νότια και έναν μεγαλύτερο προς βορρά. Οι λόφοι χωροθετούνται εντός της πρώην λίμνης Αγουλινίτσας. Ο βόρειος λόφος, ο οποίος γειτνίαζε στο παρελθόν με τη θάλασσα χρησιμοποιήθηκε ως ακρόπολη, όπως φανερώνουν τα κατάλοιπα της κυκλώπειας οχύρωσης, καθώς και των κτηριακών καταλοίπων στο εσωτερικό της. Η πρώτη ανασκαφική έρευνα οφείλεται στον Γερμανό αρχαιολόγο και αρχιτέκτονα W. Dörpfeld το 1907-1908. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι η κύρια περίοδος κατοίκησης στο χώρο χρονολογείται στην Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) περίοδο, ενώ η αρχική οικιστική εγκατάσταση τοποθετείται στη μεταβατική περίοδο από την Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική περίοδο.

Σαμικό – Αρήνη – Μάκιστος

Οι πρώτοι αυτόχθονες έκτισαν ακρόπολη που την ονόμασαν Σάμο, από το ύψος, επειδή τα ύψη τα καλούσαν  σάμους[1]. Οι Πύλιοι, όταν κυριάρχησαν στη χώρα, οχύρωσαν τη θέση και την ονόμασαν Αρήνη. Όταν όμως εισέβαλλαν στη χώρα οι Μινύες, χρησιμοποίησαν την πολύτιμη αυτή θέση και από τα ερείπια της Αρήνης έκτισαν την Μάκιστο, η οποία εδέσποζε της βόρειας Τριφυλίας που έλαβε την ονομασία Μακιστία. Τέλος επί της κυριαρχίας των Ηλείων επανήλθε πάλι η αρχαία ονομασία της Σάμου και του Σαμικού, επειδή οι Ηλείοι από ιστορικό πείσμα δε θέλησαν να κρατήσουν τα ονόματα Αρήνη και Μακιστία των προηγούμενων κατακτητών, ώστε: «…τό μεγαλώνυμον Σαμικόν εἶναι ἡ θέσις τῆς παναρχαίας Σάμου, τῆς πυλιακῆς καί ὁμηρικῆς Ἀρήνης, τῆς μινυακῆς Μακίστου καί τοῦ ἠλειακοῦ Σαμικοῦ»[2]

Το Σαμικό ήταν το σημαντικότερο μέρος της αρχαίας Τριφυλίας, το στενό των «Θερμοπυλών» της δυτικής Πελοποννήσου, το «Κλειδί» των μετακινήσεων ποικίλων προϊστορικών και ιστορικών φύλων, που με σθεναρό μένος επεδίωκαν να το κατοικούν και να το ελέγχουν. Η θέση ανέκαθεν οριοθετούσε τη θινώδη παραλία των βόρειων εσχατιών της Πυλιακής επικράτειας, ελέγχοντας τους θαλάσσιους πλόες του Ιονίου και τη χερσαία διακίνηση από Κακόβατο προς Αλφειό καθώς και την περιοχή των «χαλκοχιτώνων» Επειών του Ομηρικού έπους.

 Η περιοχή ήταν το μοναδικό πέρασμα από την Ηλεία στη Μεσσηνία, αφού η δυτική απόληξη του όρους Λαπίθα και η λίμνη Αγουλινίτσα δεν άφηναν παρά μόνο ένα μικρό πέρασμα ελεύθερο, για τις χερσαίες μετακινήσεις. Ο αρχαιολογικός χώρος του Σαμικού ευρισκόμενος 22 χλμ. νότια του Πύργου, υπάγεται διοικητικά στο Δ.Δ. Κάτω Σαμικού του δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων και περιλαμβάνει: α) Το προϊστορικό νεκροταφείο με τον Μυκηναϊκό τύμβο β) Το «Κυκλώπειο τείχος», γ) την ακρόπολη των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων, και δ)τα ιστορικά νεκροταφεία και Ρωμαϊκά κατάλοιπα.

Ο Μυκηναϊκός τύμβος του Σαμικού

Κατά τις αρχές  του Φεβρουαρίου του 1954, τυχαία ανεύρεση μυκηναϊκών αγγείων από αγρότη στην περιοχή του Σαμικού[3], έδωσε αφορμή για την ανακάλυψη σπουδαίου τύμβου, πλούσιου σε αγγεία άριστης ποιότητας. Ο τύμβος αυτός, μοναδικός, ως ο πρώτος  σαφώς Μυκηναϊκός στην κυρίως Ελλάδα, βρίσκεται στους Β.Α. πρόποδες των λοφίσκων Καζέρνα ή Κλειδί  και σε απόσταση 40 μέτρων από την όχθη της άλλοτε παρακείμενης λίμνης Αγουλινίτσας. Ο τύμβος περικλειόταν από χαμηλή κυκλική κρηπίδα χτισμένη με «ξερολιθιά» και ήταν διαστάσεων: σωζ. ύψος 0,60 μ., πάχ. 0,50 μ. και εσωτ. διάμ. 5,50 μ. Κατά τη συστηματική έρευνα του τύμβου υπό τη διεύθυνση του τότε Εφόρου της Ζ΄ ΕΠΚΑ Νικολἀου Γιαλούρη, βρέθηκαν δύο μόνο άθικτοι τάφοι, δώδεκα άλλοι ημικατεστραμμένοι, με αρκετά οστά και όστρακα διεσπαρμένα εσωτερικά στα αναστατωμένα από τον αγρότη χώματα. Από τα συγκεντρωθέντα οστά υπολογίζεται ότι ο αριθμός των νεκρών ανερχόταν σε δεκαπέντε άτομα, μερικά εκ των οποίων ήταν παιδιά. Τα αγγεία που έδωσε ο τύμβος ανήκουν στα ωραιότερα δείγματα Μυκηναϊκής αγγειοπλαστικής και αγγειογραφίας. Είναι κύπελλα του τύπου «βαφειού», κύαθοι, κρατηρίσκοι, ραμφόστομες οινοχόες, κύλικες, υδρίες, αμφορείς, λεβητοκυάθια, αρύταινες, κ.ά. που εκτίθενται στο Μουσείο της Ολυμπίας. Τα περισσότερα φέρουν στα τοιχώματά τους γεωμετρική φυτική διακόσμηση και αντιπροσωπεύουν όλες τις φάσεις από το τέλος της Μεσοελλαδικής ως το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής. Η άριστη ποιότητα των αγγείων, μερικά εκ των οποίων προέρχονται από ντόπια εργαστήρια, προδίδει άνθηση πολιτισμού κατά την περίοδο αυτή στο Σαμικό, αντίστοιχη με την άνθηση της περιοχής της Πύλου. Από τα κτερίσματα του τύμβου εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο τύμβος χρησιμοποιήθηκε από το 1700 π.χ. ως το 1300 π.χ.

Οι νεκροί του τύμβου ήταν όλοι Μυκηναίοι που ανήκαν πιθανότατα σε τρεις  οικογένειες, ο νεκρός μάλιστα της βαθύτερης ταφής (τάφος ΙΔ), ήταν προφανώς ο γενάρχης της παλαιότερης οικογένειας. Ο τύμβος αυτός που είχε υποδειχθεί από τους ντόπιους εξηγητές στον Στράβωνα, ταυτιζόταν κατά την εποχή του συγγραφέα με τον τοπικό ήρωα Ιάρδανο, του οποίου μάλιστα η μορφή ήταν, όπως φαίνεται, αρκετά ασαφής και σκοτεινή στη γενιά τόσο του Στράβωνα, όσο και του Παυσανία. Η ταύτιση του τάφου με τον Ιάρδανο (μυθική μορφή), φαίνεται να είναι πολύ μεταγενέστερη, ίσως επινόηση των ύστερων Ελληνιστικών χρόνων, όταν με τη ζωηρή ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για την ιστορία, οι ελληνικές πόλεις επιδίδονταν συστηματικά στην αναζήτηση των γενεαλογικών τους δένδρων και ανασύροντας μυθικές μορφές τις περιέβαλλαν με νέα αίγλη και τις συσχέτιζαν, αυθαίρετα, με πανάρχαια σωζόμενα σεβαστά μνημεία τους, όπως πιθανότατα να έγινε με τον τύμβο του Σαμικού. Ο Ιάρδανος, άλλοτε ως ήρωας, αρχηγέτης μιας δυναστείας όπως στο Σαμικό και ίσως ο μυθικός οικιστής του και άλλοτε ως ποτάμιος θεός, συνδέεται με την εγκατάσταση των ελληνικών φύλων κατά την προϊστορική εποχή στη νότια Ελλάδα[4].  Ο τύμβος του Σαμικού, αυτό το σπουδαίο μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, από ανθρώπινη «αβλεψία», δεν υπάρχει πια.

Προϊστορικό νεκροταφείο

Tην ηπιότερη πλευρά του βόρειου λόφου του Κλειδίου στον οποίο άκμασε η Ομηρική Αρήνη, καταλαμβάνει το Μεσοελλαδικής  εποχής τύμβιο νεκροταφείο. Στο νεκροταφείο εντάσσεται και ο γνωστός «τύμβος Σαμικού», ως μοναδικό τηλαυγές μνημείο της ακραίας βόρειας απόληξης του βραχώδους φυσικού ανάγλυφου.

            Στη διάρκεια οικοδομικών εργασιών (αγρόκτημα ιδιοκτησίας Γ. Αλέρτα ), στους ανατολικούς πρόποδες του μεγαλύτερου εκ των τριών λόφων στη θέση Κλειδί, 180 μέτρα νότια του ανασκαφέντος το 1954 τύμβου, αποκαλύφθηκε τμήμα σημαντικότατου προϊστορικού νεκροταφείου που περιείχε πέντε επιπλέον τύμβους και ένα θολωτό τάφο. Μετά τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, διενεργήθηκαν σωστικές ανασκαφές υπό  την εποπτεία της τότε επιμελήτριας αρχαιοτήτων της Ζ΄ ΕΠΚΑ  Ελένης Παπακωνσταντίνου[5] . Η ανασκαφή ξεκίνησε τη Δευτέρα 20-7-1981 και  διεξήχθη σε τρεις θερινές ανασκαφικές περιόδους: 6 εβδομάδων (1981), 4,5 εβδομάδων (1982) και 6 εβδομάδων (1983), οπότε και κινήθηκε η διαδικασία απαλλοτρίωσης λόγω πυκνότητας και σημασίας προϊστορικού νεκροταφείου. Ο αριθμός και το βάθος των οικοδομικών πέδιλων, βοήθησαν σε στρωματογραφικές παρατηρήσεις ευθύς εξαρχής. Τα ταφικά μνημεία είχαν ένα χαμηλό περίβολο-κρηπίδα, που συγκρατούσε το χώμα, όπως και στον παρακείμενο τύμβο του Σαμικού, ο οποίος εντάσσεται στο ίδιο νεκροταφείο:

Ο τύμβος 1 περιείχε τρεις τάφους με εσωτερική διάμετρο 5,40μ. Ο ένας στα βόρεια του τύμβου ήταν ακτέριστη παιδική ταφή, η οποία περιστοιχιζόταν από μικρούς λίθους. Στο σημείο του κρανίου είχε τοποθετηθεί μεγάλη πέτρινη πλάκα. Οι υπόλοιποι δυο τάφοι (ΤVIII, TIX) ήταν κυκλικοί, κτιστοί και στεγάζονταν με πλάκες.

 Ο τύμβος 2 περιείχε τέσσερις υποτύμβιους χτιστούς κιβωτιόσχημους τάφους (ZIV, XI, X και III) που στεγάζονταν με πλάκες ασβεστολιθικές. Ο τάφος ΙΙΙ ο οποίος βρέθηκε μισοκατεστραμμένος από το εκσκαφικό μηχάνημα υπήρξε ο μικρότερος από τους άλλους, αμελώς κατασκευασμένος. Ο τάφος XI, ο μεγαλύτερος όλων με διαστάσεις 1–1,2μ. είχε ακανόνιστη κάτοψη. Οι πλευρές του σχημάτιζαν στις απολήξεις τους κατασκευή, την οποία η Παπακωνσταντίνου ονομάζει «βωμό» (πρόκειται για κατασκευές χτιστές με αργούς λίθους μικρών διαστάσεων, κυκλικού σχήματος). Στον τύμβο 2 (τάφος XI) είχαν τοποθετηθεί πλησίον των δυο άκρων του («βωμών») μυκηναϊκά αγγεία, κύπελλο βαφειού με πτυχώσεις και μια αρύταινα της Υ.Ε. ΙΙ περιόδου, δείγμα σεβασμού και λατρείας στους νεκρούς πρόγονους σύμφωνα με τα πορίσματα της αρχαιολόγου. Ο τάφος στεγαζόταν με καλυπτήριες πλάκες μεγάλων διαστάσεων, ενώ ένας μονόλιθος αποτελούσε την πίσω πλευρά του θαλάμου.

Τύμβος 2. O τάφος IV μετά τον καθαρισμό.

Στον τύμβο 3 βρέθηκε κιβωτιόσχημος χτιστός τάφος (VII) που στεγαζόταν με τρεις ασβεστολιθικές πλάκες μεγάλων διαστάσεων. Ο περίβολός του είχε κατασκευαστεί από μεγάλες λίθινες πλάκες. Στην περιφέρειά του βρέθηκε ταφή σε πίθο (πιθάρι).

Ο τύμβος 4 εντοπίστηκε ανάμεσα στους τύμβους 1 και 2. Σ’ αυτόν βρέθηκε μια μεγάλη ασβεστολιθική πλάκα, ακανόνιστα ριγμένοι λίθοι, καθώς και όστρακα και οστά ζώων.

Ο τύμβος 5 βρέθηκε στον περίβολο ενός σύγχρονου σταφιδαλωνιού.  Ήταν κατασκευασμένος από ασβεστόλιθους μικρών διαστάσεων. Εντυπωσιακός ήταν ο θολωτός τάφος που βρέθηκε εντός του, που συνολικά απέδωσε περί τα 80 αγγεία για τουλάχιστον 32 ταφές, συν λείψανα άλλων (12;).  Η διάμετρος της θόλου είναι 5,65μ., τα τοιχώματα σώζονται σε ύψος 2,40μ. και είναι πλάτους 0,60μ. Το πλάτος της ξερολιθιάς μειώνεται προς τα πάνω. Το δάπεδο της θόλου ήταν χαλικόστρωτο και σε μεγαλύτερο βάθος είχαν κατασκευαστεί έξι ταφικοί λάκκοι. Απ’ αυτούς οι τρεις λάκκοι χρησιμοποιήθηκαν για ανακομιδές.  Σπουδαία ήταν τα ευρήματα του θολωτού τάφου, όπως αιχμές βελών, σφραγιδόλιθοι, πήλινα και λίθινα σφονδύλια, τμήματα από εγχειρίδιο και αγγεία μικρών διαστάσεων (στην πλειοψηφία τους πόσεως).

Η μελέτη των ευρημάτων του νεκροταφείου μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για ένα μεγάλο διάστημα της Υστεροελλαδικής περιόδου αφού η χρονική περίοδο λειτουργίας του νεκροταφείου, αγγίζει τα 600 χρόνια περίπου (1900-1300 π.χ.). Από τον τρόπο ταφής και την ποικιλία των κτερισμάτων (ταφικών δώρων), εξάγονται πολύτιμα συμπεράσματα για την οικονομική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή των κατοίκων της Μυκηναϊκής  Αρήνης. Βασική αρχή του θρησκευτικού κατεστημένου της εποχής ήταν η σύνδεση των νεκρών με χρηστικά η άλλα αντικείμενα της επίγειας ζωής των, με σκοπό την συνέχιση της ζωής στον άλλο  κόσμο. Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι το παράδειγμα ταφής του άνδρα που βρέθηκε από την ανασκαφέα με ένα ποτήρι (πιθανόν κρασοπότηρο), στο ανοιχτό του στόμα. Οι νεκροί συνοδεύονταν από τμήματα οστών αιγοπροβάτων ή βοοειδών, από σπόρους ή τμήματα γεωργικών εργαλείων, γεγονός που μαρτυρεί την ενασχόλησή τους με τη κτηνοτροφία και τη γεωργία. Η ύπαρξη οστρέων (πεταλίδων) εντός των τάφων υποδηλώνει την ανάπτυξη ανάλογων μορφών αλιείας, δεδομένου ότι κατά την προϊστορική εποχή η ακτογραμμή βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση από τον βόρειο λόφο του Κλειδιού και οι γειτονικές λιμναίες λεκάνες ήταν πρόσφορες για αλιευτική εκμετάλλευση. Η ανεύρεση γνάθου κάπρου και δοντιών ζώων υποδηλώνει την αγάπη του κυνηγού/θηρευτή κάπρων, η δε αιχμή βέλους από πυριτόλιθο στη δεξιά θωρακική χώρα ενταφιασμένου δηλώνει περίοδο αναστάτωσης ή πολεμικής σύγκρουσης.

Συγκινητικός είναι ο τρόπος ταφής ενός θνησιγενούς βρέφους σε μικροσκοπικό χώρο του κιβωτιόσχημου τάφου του τύμβου 1. Το βρέφος ήταν τοποθετημένο από τους γονείς σε εμβρυακή στάση, σε ένα καθαρό και συμπαγές αμμόχωμα (ταφικό δάπεδο), πάνω στο οποίο είχαν με επιμέλεια διασκορπίσει-για λόγους αποστράγγισης- τρίμματα  κοπανισμένων θαλάσσιων κογχυλιών (πιθανή ένδειξη τρυφερότητας για τον πρόωρο και άδικο χαμό του βρέφους). Οι δύο μικρές λακκούβες (βάθους–0,25μ.) ενώπιον των σκελών του βρέφους αποτυπώνουν κτέριση με ξύλινο ή ψάθινο σκεύος, πιθανότατα παιδικού παιχνιδιού.

Όλοι οι νεκροί βρίσκονταν σε εμβρυακή στάση, ένδειξη της έντονης πίστης για τη συνέχιση της ζωής μέσα από μια νέα γέννηση. Οι τάφοι έχουν κατεύθυνση από ανατολή προς δύση, γεγονός που συνδέεται με την πεποίθηση πως ο θάνατος ταυτίζεται με τη δύση της ζωής του ανθρώπου. Δύο νεκροί του τύμβου 3 βρίσκονταν σε απόλυτη επαφή, ο ένας πίσω από τον άλλο, γεγονός που μαρτυρεί τη στενή τους σχέση, προφανώς άτομα του ίδιου οικογενειακού πυρήνα. Ο εντοπισμός κάρβουνων ή καμένων σπόρων είναι μοναδικός στο νεκροταφείο του Σαμικού και ερμηνεύεται στο πλαίσιο της τέλεσης εθιμικών πρακτικών επί των καλυπτήριων πλακών (τέλεση νεκρόδειπνων, έκχυση υγρών, σπονδές κ.ά.).

Οι τάφοι αναγνωρίζονταν από σήματα (καλυπτήριες πλάκες), και το βάθος τους δεν ξεπερνούσε το 1,5 μέτρα με σκοπό την επαναχρησιμοποίησή τους. Από τα ευρήματα  προκύπτει ότι συχνές ήταν και οι ανακομιδές (μερική ή ολική συγκέντρωση οστών και κτερισμάτων σε άλλο ταφικό χώρο). Η οικονομική κατάσταση των κατοίκων δεν πρέπει να ήταν σπουδαία. Η χρήση χάλκινων δακτυλιδιών στο έθιμο του γάμου, η ανεύρεση άβαφων μινυακών αγγείων εντός των τάφων και κυρίως η παντελής έλλειψη χρυσού ή πολύτιμων μετάλλων  μαρτυρεί το χαμηλό οικονομικό επίπεδο των κατοίκων.

Ο αδιατάρακτος  χαρακτήρας των μνημείων με τα συναφή του στοιχεία  οφείλεται στην ιδιομορφία της θέσης: επικλινές ήπιο άνδηρο στενομήκους παράκτιου λόφου, ανάμεσα στη λίμνη Καϊάφα και τα τενάγη της αποξηραμένης από το 1969 λιμνοθάλασσας Αγουλινίτσας. Λόγω του υδροφόρου περιβάλλοντος – ύψος μόλις 2μ. υπεράνω της θάλασσας- η θέση παρέμενε αλώβητη σε χειμέρια στάθμη πλημμυρισμού κατά τις υπερχειλίσεις του δέλτα του Αλφειού. Οι σταθερές συνθήκες υγρασίας του λιμναίου τοπίου διατήρησαν ανέπαφους τους σκελετούς και τους θησαυρούς του αρχαιολογικού χώρου στο Κλειδί. Το προϊστορικό νεκροταφείο έχει στεγαστεί πρόχειρα με οροφές από ελλενίτ, οι οποίες όμως έχουν συμβάλλει στην προστασία των αρχαίων[6] .

Κυκλώπειο τείχος

Τον βόρειο λόφο του Κλειδίου, στον οποίο ανασκάφηκε το προϊστορικό νεκροταφείο από την Παπακωνσταντίνου, καταλάμβανε τειχισμένη προϊστορική ακρόπολη. Ο Dörpfeld, πιστεύοντας ότι είχε ήδη ανακαλύψει στον Κακόβατο την Ομηρική Πύλο, επισκέφθηκε μαζί με τους συνεργάτες του το 1907 την περιοχή του Κλειδίου και εντόπισε στους δύο μικρούς λόφους τα ίχνη μίας προϊστορικής, οχυρωμένης ακρόπολης που την ταύτισε με την Ομηρική Αρήνη. Σκέλη των τειχών αυτής της ακρόπολης, που λόγω της τοιχοδομίας ονόμασε κυκλώπεια, περιέτρεχαν τους δύο λόφους του Κλειδίου και μελετήθηκαν από τον Γερμανό αρχαιολόγο τον Ιούνιο του 1908 (9 τομές). Ευθύγραμμο τμήμα του τείχους κατέρχεται από το Β.Α. άκρο της προϊστορικής ακρόπολης με κατεύθυνση τον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό του Κ. Σαμικού  (Δερβένι), του οποίου η λειτουργία ανεστάλη το 2011. Κατασκευάστηκε με την «κυκλώπεια» τεχνοτροπία της διπλής όψης ογκόλιθων με ενδιάμεση κροκάλα και παρακολουθείται σε πλάτος 2,60-3,05 μέτρα. Το συνολικό μήκος του φθάνει πιθανότατα τα 195 μέτρα, όσο και το διάστημα από τον προϊστορικό λόφο έως την αμαξιτή οδό της δεκαετίας του 1960.

Η Κλασική ακρόπολη του Σαμικού

Σε μικρή απόσταση από τον βόρειο λόφο του Κλειδιού και ανατολικά αυτού, υψώνεται η δυτικότερη απόληξη της Μίνθης, ο αρχαίος Λαπίθας πάνω στον οποίο σώζονται τα ερείπια της  ακρόπολης της αρχαίας Σαμίας, «τά ἐπισημότερα οἰκοδομικά μνημεῑα συμπάσης τῆς  Ἠλείας μετά τήν Ὀλυμπίαν». Όλες οι μαρτυρίες των αρχαίων συνηγορούν πως η ακρόπολη μαζί με το βουνό του Καϊάφα ήταν η πολυτιμότερη θέση της Τριφυλίας δια μέσου των αιώνων. Η ακρόπολη ελέγχει το στενό παραθαλάσσιο πέρασμα από την Ηλεία προς τη Μεσσηνία, ενώ γειτονεύει με τις χαμηλές εύφορες κοιλάδες στα βόρεια και βορειοανατολικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται η συνεχής κατοίκηση του χώρου από τα προϊστορικά ως και τα σύγχρονα χρόνια, το όνομα της θέσης «Κλειδί», οι εντυπωσιακές οχυρώσεις της ακρόπολης που εξασφαλίζουν τον οπτικό έλεγχο όλης της πεδιάδας του Πύργου, αλλά και τα οχυρωματικά έργα επί Ενετο-Τουρκοκρατίας (Καζάρμα).

 Οι πρώτοι αυτόχθονες έκτισαν ακρόπολη που την ονόμασαν Σάμο, από το ύψος, επειδή τα ύψη τα καλούσαν  σάμους. Οι Πύλιοι, όταν κυριάρχησαν στη χώρα, οχύρωσαν τη θέση και την ονόμασαν Αρήνη. Όταν όμως εισέβαλλαν στη χώρα οι Μινύες, χρησιμοποίησαν την πολύτιμη αυτή θέση και από τα ερείπια της Αρήνης έκτισαν την Μάκιστο, η οποία δέσποζε της βόρειας Τριφυλίας που έλαβε την ονομασία Μακιστία. Τέλος επί της κυριαρχίας των Ηλείων επανήλθε πάλι η αρχαία ονομασία της Σάμου και του Σαμικού, επειδή οι Ηλείοι από ιστορικό πείσμα δε θέλησαν να κρατήσουν τα ονόματα Αρήνη και Μακιστία των προηγούμενων κατακτητών, ώστε: «…τό μεγαλώνυμον Σαμικόν εἶναι ἡ θέσις τῆς παναρχαίας Σάμου, τῆς πυλιακῆς καί ὁμηρικῆς Ἀρήνης, τῆς μινυακῆς Μακίστου καί τοῦ ἠλειακοῦ Σαμικοῦ».

Τα τείχη της ακρόπολης  ύψους 5-12 δόμων και πάχους 2,5-3 μέτρων ακολουθούν το φρύδι του βράχου, οχυρώνοντας τα ψηλότερα άνδηρα του λόφου (ύψους 180 μ.), σε σχήμα τραπεζίου, διατηρούμενα στην ανατολική και νοτιοδυτική πλευρά. Η ακρόπολη κάλυπτε χώρο  500 στρεμμάτων και το μήκος του τείχους αγγίζει τα 1500 μέτρα. Οι πέτρες του είναι σιδηρόλιθοι θαυμαστής σκληρότητας και σκοτεινού χρώματος που ποικίλλει από το ερυθρό στο μαύρο.  Τέσσερις πυλίδες ανοίγονται σ’ αυτό, ενώ εξωτερικά του προσαρτώνται μεγάλοι ορθογώνιοι πύργοι, μέγιστου σωζόμενου ύψους 5 μέτρα περίπου. Στο εσωτερικό σώζονται τα ερείπια πολλών κτιρίων, ενώ πρόσφατα ανακαλύφθηκε ένα μεγάλων διαστάσεων, στενόμακρο και κιονοστήριχτο οικοδόμημα πιθανόν δημοσίου χαρακτήρα. Διάσπαρτες βρίσκονται εντός του αρκετές  δεξαμενές για την εξασφάλιση της ύδρευσης. Νοτιοανατολικά της ακρόπολης υπάρχει το ύψωμα Σταυρός (υψόμ. 291 μ.), στη κορυφή του οποίου υπάρχει μεμονωμένος πύργος, στρατηγικά κατάλληλος για την κατόπτευση και τον έλεγχο όλου του Κυπαρισσιακού κόλπου και της διόδου του Κλειδίου δυτικά. Ο πύργος σώζεται σε ύψος 2 μέτρων και είναι οικοδομημένος κατά το ίδιο σύστημα με την ακρόπολη, δηλαδή της ψευδοπολυγωνικής τοιχοποιίας.

Νότια παραλίμνια χώρα

Στην κορυφή του νότιου λόφου υπήρχε φυλάκιο ή δερβένι  που λειτουργούσε από την εποχή της Ενετοκρατίας (Caserma), που χρησιμοποιήθηκε για την κατόπτευση και έλεγχο του μοναδικού χερσαίου περάσματος στο Κλειδί, το οποίο συνέδεε  Ηλεία και Μεσσηνία. Ο Edward Dodwell κατά την περιήγησή του στο Κλειδί (1806) δίνει στο Δερβένι τη μορφή τελωνείου: «…εφτάσαμε σε ένα δερβένι ή τελωνείο που πάνω του υψώνεται ένας βραχώδης λόφος που στην κορυφή του είναι χτισμένα τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης, ίσως του Σαμικού». Ο William Martin Leαke συνεχίζοντας το ταξίδι του στη νότια περιφέρεια της λίμνης συναντά το δερβένι του Κλειδίου, το οποίο χαρακτηρίζει ως φυλασσόμενο πέρασμα: «…δεν είναι τίποτα περισσότερο από Δερβένι ή φυλασσόμενο πέρασμα στους πρόποδες ενός απότομου βραχώδους σημείου που προεξέχει προς τη θάλασσα». Από το Κλειδί ή Δερβένι, γινόταν ο έλεγχος χερσαίων και θαλάσσιων διακινήσεων από βορρά προς νότο, από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι την απελευθέρωση,  λόγω της στενοπορίας που δημιουργούσαν οι βραχώδεις λόφοι, τα έλη και από την άλλη πλευρά ο δασώδης άβατος τόπος.

Ο Παπανδρέου αναφέρει πως δυτικά του λόφου που ήταν το φυλάκιο, είδε άτεχνο αράβδωτο κίονα από τιτανόλιθο άγνωστης προέλευση καθώς και ίχνη μεσαιωνικών οχυρωμάτων που κτίστηκαν για την αξιοποίηση αυτής της μοναδικής στρατηγικής θέσης. Στο σημείο αυτό   πιθανολογεί βάσιμα πως βρισκόταν « ἡ θέσις τοῦ μεγαλωνύμου ναοῡ τοῡ Ποσειδῶνος τοῡ συνεκτικοῡ τῶν Τριφυλίων θεοῡ καί τοῡ κέντρου ἐν γένει τῆς Τριφυλίας»[7]. O Στράβων αναφέρει πως το Σαμιακό  Ποσείδιο ήταν το σημαντικότερο ιερό στην περιοχή του Σαμικού και επί των ημερών του ήταν ένα άλσος από αγριελιές. Την επιμέλεια του ιερού είχαν οι Μακίστιοι (ίσως οι πλησιέστεροι, δηλαδή οι κάτοικοι του Σαμικού), οι οποίοι προκήρυσσαν και γιορτή και εκεχειρία που την έλεγαν «Σάμιον». Στη διάρκεια της γιορτής οι αντιπροσωπείες των εννέα Τριφυλιακών πόλεων θυσίαζαν εννέα κατάμαυρους ταύρους στον Κυανοχαίτη Ποσειδώνα. Το ιερό χρησίμευε ως πολιτικό κέντρο της φυλής των Μινυών της Τριφυλίας. Η έκφραση του Στράβωνος «συντελοῡσι δ’ εἰς τό ἱερόν πάντες Τριφύλιοι», επιτρέπει την υπόθεση πως υπήρχε και επί των ημερών του πολιτική ένωση (ομοσπονδία) και πως εκπρόσωποι των πόλεων συνερχόμενοι στο ιερό εξέταζαν τα κοινά. Κοντά στο ιερό που ήταν δίπλα από τη θάλασσα, σε κάποιο μυχό πιθανότατα στην εκβολή του Άνιγρου ποταμού, αποβιβάστηκε ο Τηλέμαχος προερχόμενος από την Ιθάκη με προορισμό την Πύλο και τον βασιλιά της Νέστορα, για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του. Κατά την αποβίβασή του στην παραλία του Σαμικού βρήκε τους Πυλίους να θυσιάζουν «παμμέλανας ταύρους» στον Κυανοχαίτη Ποσειδώνα[8]. Κατά τον Στράβωνα το ιερό τούτο απείχε 100 στάδια (19.227 μ.) από τον Αλφειό και άλλα τόσο από το Λέπρεο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ανασκευάσουμε την εκδοχή του του Boutan[9] για τον οποίον ο Frazer αναφέρει, πως διερχόμενος από το Κλειδί γύρω στο 1860, και 20 γυάρδες πέρα από τον λόφο που βρισκόταν το τουρκικό οχυρό, παρατήρησε τα θεμέλια ενός τοίχου για τα οποία υπέθεσε πως αποτελούσαν μέρος του ναού του Ποσειδώνα. Το τείχος αυτό, το οποίο ταυτοποίησε και μελέτησε το 1908 ο Dörpfeld (Κυκλώπειο), ουδεμία σχέση έχει με το ιερό του Ποσειδώνα.

Η ΕΡΕΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ

Το ερευνητικό πρόγραμμα, που αποσκοπεί στον εντοπισμό του ιερού του Ποσειδώνα και του λιμανιού του Σαμικού, αποτελεί συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, υπό τη διεύθυνση της Εφόρου Ερωφίλης Κόλλια, με το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αυστριακής Ακαδημίας, υπό τη διεύθυνση της Birgitta Eder. To τμήμα θεμελίωσης του κτηρίου που αποκαλύφθηκε έχει πλάτος 9,40 μ. και οι τοίχοι του 0,80μ. Με βάση τις ενδείξεις των ανασκαφικών δεδομένων μπορεί να ανασυντεθεί κτήριο μήκους τουλάχιστον 28μ. Σε συνδυασμό με την κεράμωση λακωνικού τύπου, η εύρεση τμήματος μαρμάρινου περιρραντηρίου μας οδηγεί στην καταρχήν χρονολόγηση του κτηρίου στην Αρχαϊκή εποχή. Η ανακάλυψη αυτή θεωρείται ότι προσδίδει νέες προοπτικές στην έρευνα της πολιτικής και οικονομικής σημασίας της αμφικτυονίας των Τριφυλιακών πόλεων κατά τον 6ο αι. π.Χ., καθώς το ιερό του Ποσειδώνος αποτελούσε το κέντρο της θρησκευτικής και πολιτικής τους ταυτότητας. Η έρευνα που χρηματοδοτείται από το ίδρυμα Gerda Henkel και το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια για την περαιτέρω διερεύνηση του ιερού του Ποσειδώνα και του αρχαϊκού ναού.

Ευχαριστούμε πολύ για την συνεργασία και την παραχώρηση μέρους του βιβλίου του, «Η ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΑ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ», τον καθηγητή-συγγραφέα, Γιάννη Βίτσα.

Επίσης ευχαριστούμε για τις πληροφορίες την Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας Δρ. Ερωφίλη-Ίρις Κόλλια.

Δηλώσεις του συγγραφέως  για τη σημασία και αξιοποίηση της περιοχής

Με λίγα λόγια…

Η περιοχή αποτέλεσε ένα ισχυρό πόλο έλξης ένα «χωνευτήρι» πολιτισμών, με τα εδάφη της να έχουν κομβική σημασία για τις μετακινήσεις και εγκαταστάσεις πληθυσμών από τα προϊστορικά χρόνια, αφού εκεί υπήρχε το μοναδικό φυσικό περάσματα της Δ. Πελοποννήσου, της στενωπού του Κλειδίου.  Το Σαμικό ήταν το σημαντικότερο μέρος της αρχαίας Τριφυλίας, το στενό των «Θερμοπυλών» της δυτικής Πελοποννήσου, το «κλειδί» των μετακινήσεων ποικίλων προϊστορικών και ιστορικών φύλων, που με σθεναρό μένος επεδίωκαν να το κατοικούν και να το ελέγχουν. Η θέση ανέκαθεν οριοθετούσε τη θινώδη παραλία των βόρειων εσχατιών της Πυλιακής επικράτειας, ελέγχοντας τους θαλάσσιους πλόες του Ιονίου και τη χερσαία διακίνηση από Κακόβατο προς Αλφειό καθώς και την περιοχή των «χαλκοχιτώνων» Επειών του Ομηρικού έπους.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως παρότι σήμερα η περιοχή διαθέτει τόσους ωραίους χώρους, παραλίες, δάση και αρχαιότητες, για τις οποίες έχουν εκφραστεί με θαυμασμό αρχαίοι και νέοι περιηγητές και έχουν περιγράψει σπουδαίοι αρχαιολόγοι και ιστορικοί, δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς. Οι ανασκαφές έχουν παραμείνει εδώ και δεκαετίες στο σωστικό στάδιο και οι αρχαιολογικοί χώροι του Κ. Σαμικού, παρόλες τις προσπάθειες φορέων και υπηρεσιών, παραμένουν παραμελημένοι και αναξιοποίητοι τουριστικά.  Όλα αυτά αποτελούν την πλούσια κληρονομιά και το βαρύ οπλοστάσιο μιας νέας αναπτυξιακής προσπάθειας που η νέα γενιά πρέπει να αξιοποιήσει στα πλαίσια μιας διαφορετικής, από τη σημερινή αντίληψη, αντιμετώπισης της ιστορίας και του φυσικού κάλλους του τόπου της και που έχουμε χρέος να αξιοποιήσουμε, φορείς, υπηρεσίες και τοπική αυτοδιοίκηση.

WHO IS WHO

Ο Ιωάννης Βίτσας γεννήθηκε στο Σαμικό Ηλείας και ολοκλήρωσε τις

εγκύκλιες σπουδές του στο γενικό λύκειο Κρεστένων. Αποφοίτησε από τη

Θεολογική και Φιλοσοφική Αθηνών και στη συνέχεια σπούδασε

δημοσιογραφία. Από το 1992 εργάζεται ως καθηγητής σε σχολεία της Ηλείας

και της Αττικής. Για μια δεκαετία βρέθηκε από επιλογή του στο Κονγκό, όπου

πρόσφερε τις υπηρεσίες του στα εκπαιδευτήρια των ελληνικών κοινοτήτων της

χώρας, Λουμπουμπάσι και Κινσάσα, ως καθηγητής και στέλεχος

εκπαίδευσης. Το 2016 κυκλοφόρησε το έργο του «Η αρχαία Σαμία και η

ιστορική της συνέχεια», το οποίο παρουσίασε στη γενέτειρά του και πρόσφερε

δωρεάν. Το 2022 εκλέχτηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ιστορικού

«Συλλόγου Ολυμπίων». Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύονται περιοδικά στον

Ηλειακό και Αθηναϊκό τύπο, σε επιστημονικά περιοδικά και εκδόσεις. Βασική

του προτεραιότητα αποτελεί η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας άγνωστων

κυρίως πτυχών της Ηλειακής και γενικότερης ιστορίας, με γνώμονα κυρίως τη

μελέτη και αξιοποίηση του αρχειακού υλικού.

Δρ. Ερωφίλη-Ίρις Κόλλια, Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας

Αρχαιολογικός χώρος Σαμικού

«Η μέριμνα της πολιτείας και ιδιαίτερα της αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι πολυεπίπεδη, τόσο σε διοικητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συντήρησης-ανάδειξης, καθώς και σε ερευνητικό.

Για την προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων αλλά και της περιοχής ως τοπίου φυσικού κάλλους ο λόφος «Ελληνικό», όπου είναι η ιδρυμένη η αρχαία ακρόπολη, συμπεριλαμβανομένου του δάσους Στροφυλιάς με τη λίμνη Καϊάφα και τα σπηλαιώδη ιερά κηρύχθηκε ως τοπίου φυσικού κάλλους και αρχαιολογικός χώρος το έτος 1981 (ΦΕΚ 112/Β/24.02.1981). Το 1991, για την συμπερίληψη του αρχαίου νεκροταφείου της αρχαίας πόλης του Σαμικού, η κήρυξη επεκτάθηκε προς βορρά (ΦΕΚ 899/Β/05.11.1991).

Από πλευράς προστασίας και ανάδειξης της ακρόπολης κομβικό ήταν το πρόγραμμα «Ελλάδα 2004»,  το οποίο υλοποιήθηκε από την τότε Ζ΄ ΕΠΚΑ (νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας), υπό την διεύθυνση της Ξ. Αραπογιάννη. Στον χώρο της αρχαίας ακρόπολης, όπως άλλωστε και σε αντίστοιχες της Επαρχίας Ολυμπίας, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες ανασκαφικές εργασίας και παράλληλα εργασίες προστασίας και ανάδειξης των αρχαιολογικών καταλοίπων με την κατασκευή στεγάστρων, δημιουργία διαδρομών επίσκεψης, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων κλπ.

Έκτοτε, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας, στο μέτρο των δυνατοτήτων της αναλαμβάνει κατ’ έτος τις απαραίτητες εργασίες για την προστασία των αρχαιοτήτων.

Από πλευράς ερευνητικών εργασιών, το πρόσφατο παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας με την έγκριση του ΥΠΠΟΑ αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα του διαχρονικού ερευνητικού ενδιαφέροντος Ελλήνων και Ξένων επιστημόνων  για την περιοχή. Στο πλαίσιο του ανωτέρω προγράμματος, το οποίο διεξάγεται από το 2017 και αποσκοπεί στη διερεύνηση της τοπογραφίας της περιοχής και παράλληλα στον εντοπισμό του αρχαίου λιμένος και του περίφημου ιερού του Ποσειδώνα, πλησίον των λόφων του Κλειδιού αποκαλύφθηκε το περασμένο έτος (2022) επίμηκες ναόσχημο κτήριο, το οποίο είναι πολύ πιθανό να ταυτίζεται με το ναό του θεού. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί το ερευνητικό πρόγραμμα, που διεξήχθη στο πρόσφατο παρελθόν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηλείας, στο οποίο μεταξύ άλλων μελετήθηκε και αναλύθηκε η οργάνωση της πόλης του Σαμικού. Τέλος, σχετικά με το λόφο Κλειδί, η ανασκαφέας της θέσης Ε. Παπακωνσταντίνου πρόκειται να δημοσιεύσει συνθετική ερευνητική εργασία για τους σημαντικούς τάφους, που ανέσκαψε τη δεκαετία του 1980».

Σάκης Μπαλιούκος, Δήμαρχος Ανδρίτσαινας Κρεστένων

 «Η Σαμία είναι ένας σημαντικός χώρος στο μεγάλο Αρχαιολογικό Πάρκο του Δήμου μας. Είναι το κέντρο της Μινυακής Εξάπολης, στην οποία βρίσκεται το Ιερό του Ποσειδώνος (Ποσείδιον). Είχε θεσμοθετηθεί η εκεχειρία το Σάμιον και διοργάνωνε αθλητικούς αγώνες, τα «Ποσείδια». Κατά καιρούς οι πόλεις-κράτη, συνέρχονταν στο κέντρο της Σαμίας προκειμένου να συζητήσουν, ζητήματα που τους αφορούσαν και κατέληγαν σε αγώνες όπου ετηρείτο το Σάμιο και σταματούσαν κάθε εχθροπραξία προκειμένου να τελεστούν οι αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνος. Τελευταία γίνονται ανασκαφές όπου έχει έρθει στο «φως»  κάποιο κτίσμα, το οποίο εικάζεται ότι είναι το «Ποσείδιο». Βέβαια οι εργασίες των ανασκαφών συνεχίζονται και με το πέρας τους θα εκφραστούν οι αρχαιολόγοι για την ταυτότητα του κτιρίου.

Ο χώρος αυτός έχει αναδειχθεί οδικά με δαπάνες και πρωτοβουλίες του Δήμου  και διατηρείται σε άριστη κατάσταση από την αρχαιολογική υπηρεσία με αρχαιοφύλακα και δέχεται επισκέψεις. Βέβαια, το «μπαμ» θα γίνει, όσο προχωρούν τα έργα αποκατάστασης για την αξιοποίηση του Καϊάφα  και όσο γίνει ελαστικοποίηση του θεσμικού πλαισίου στον Κυπαρισσιακό κόλπο, γιατί εκεί είναι ένα άβατο πλέον, όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, όπου κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη βρίσκει εμπόδιο το θεσμικό πλαίσιο  με το τελευταίο προεδρικό διάταγμα  το έχει καταστήσει τουλάχιστον ανεπαρκές. Ο Δήμος παίρνει πρωτοβουλία πέριξ του χώρου αυτού, δημιουργώντας αθλητικές εγκαταστάσεις, αναδεικνύοντας την παραλία. Συγκεντρώνει κόσμο, αλλά η ιδιωτική πρωτοβουλία  για την περαιτέρω αξιοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει  όσο υπάρχουν αυτά τα προβλήματα , τα οποία τελευταία η πολιτεία τα έχει διογκώσει».

Βασίλης Χριστόπουλος, Συνταξιούχος Δικηγόρος

Η Αρχαία Σαμία υπήρξε, όχι όμως αναγόμενη στην προϊστορική περίοδο.

Τούτο προκύπτει από την αναφορά του Όμηρου στην εννεάπολη της Πύλου του Νέστορα, όπου δεν αναφέρεται η Αρχαία Σαμία ενώ αναφέρεται η Αρήνη που προϋπήρξε της Αρχαίας Σαμίας, κείμενη στην ίδια περιοχή, θέση στην οποία συμφωνούν όλοι οι αρχαιολόγοι και οι Αλεξανδρινοί φιλόσοφοι.

Το όνομα Σαμία προήλθε μεταγενέστερα από την Ομηρική εποχή, έχει δε σαν βάση ετυμολογική το αμμώδες της περιοχής, επειδή το Σάμος σημαίνει αμμουδιά.

Το  Λιμάνι της Αρχαίας Σαμίας δεν υπήρξε γιατί η εκτεταμένη αμμώδης παραλία δεν επέτρεπε τη δημιουργία λιμανιού.

Οι στίχοι όμως του Ομήρου δεν μνημονεύουν κανένα λιμάνι, αλλά αντίθετα με σαφήνεια μιλούν για εκτεταμένη αμμουδιά, στην οποία οι ναύτες του Τηλέμαχου, αφού μάζεψαν τα πανιά , έσυραν το πλοίο στην αμμώδη παραλία με τα χέρια. Τούτο σημαίνει ότι δεν υπήρχε όρμος ή λιμάνι στη περιοχή, γιατί διαφορετικά δεν θα έσυραν οι ναύτες το πλοίο στη στεριά.

Το αλίμενο της περιοχής προκύπτει από τη σύντομη και λακωνική περιγραφή του Όμηρου, σχετικά με το μέρος της αποβίβασης του Τηλέμαχου. Περιγράφοντας άλλα λιμάνια και όρμους ο ποιητής με την παρατηρητικότητα που τον διακρίνει, αναφέρει ότι η Τένεδος είχε πολύ βαθύ λιμάνι, Ιλ. A 432 , η νήσος Φάρος στην Αίγυπτο είχε εύορμο λιμάνι Οδ. Δ 358 , η νήσος Αστερία στην Ιθάκη είχε λιμάνι με δύο στόμια Οδ. Δ 844 , οι Φαίακες είχαν καλό λιμάνι με στενή είσοδο, ενώ για το λιμάνι της Φόρκυνος στη Ιθάκη αφιερώνει αρκετούς στίχους του Οδ. Ν, 96 , περιγράφοντας τους δυό απόκρημνους βράχους που σχηματίζουν προβλήτες μέσα στο λιμάνι και το προφυλάσσουν από τα έξω μεγάλα κύματα, ενώ μέσα στο λιμάνι οι αμφίκυρτες νήες παραμένουν άδετες.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει αναντίλεκτα ότι λιμάνι ή όρμος στη περιοχή δεν υπήρχε, παρά μόνο το ιερό του Ποσειδώνα, στην αναζήτηση του οποίου θάπρεπε να στραφούν οι έρευνες. Με απλά λόγια η Αρχαία Σαμία δεν υπήρχε στη Ομηρική εποχή, αλλά μεταγενέστερα, αναπτύχθηκε δε στη θέση της Αρχαίας Αρήνης, πόλης του βασιλείου του Νέστορα. Με τα δεδομένα αυτά αβίαστα φθάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι η Πύλος του Νέστορα ήταν η Τριφυλλιακή , παρά τον Κακόβατο, όπως γίνεται δεκτό από τους περισσότερους ιστορικούς, αρχαιολόγους και Ομηριστές.

 

 

 

 

 

 

 

            

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
spot_img
spot_img
spot_img

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ