Η διαχείριση των εγγειοβελτιωτικών έργων Αλφειού-Πηνειού
Σύμφωνα με τη νέα έρευνας της διαΝΕΟσις που αναδεικνύει τα προβλήματα των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ της Ελλάδας
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου εκσυγχρονισμού που δεν θεωρήθηκε πετυχημένο λόγω κακοτεχνιών στην υλοποίηση, αναφέρουν τα εγγειοβελτιωτικά έργα Αλφειού-Πηνειού οι ερευνητές της νέας έρευνας της διαΝΕΟσις που αναδεικνύει ένα δυσάρεστο γεγονός: πολλές υποδομές που διαχειρίζονται οι ΤΟΕΒ και οι ΓΟΕΒ ρημάζουν ή υπολειτουργούν μετά από συνεχείς αλλαγές του θεσμικού πλαισίου κυρίως τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Η ομάδα των ερευνητών -οι καθηγητές Νικόλαος Δέρκας, Δημήτριος Σκούρας και Δημήτριος Ψαλτόπουλος, από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το Πανεπιστήμιο Πατρών και από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αντίστοιχα- ανέλυσε διεξοδικά τα διαθέσιμα στοιχεία για τους ΟΕΒ. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν τα σημαντικά προβλήματα -υποδομών, οργανωτικά και οικονομικά- που αντιμετωπίζουν αρκετοί ΤΟΕΒ, ανατρέχουν σε διεθνείς καλές πρακτικές και καταλήγουν σε μια σειρά προτάσεων πολιτικής, που θεωρούν ότι θα συμβάλλουν στην επίλυση πολλών από αυτά τα θέματα.
Σήμερα στη χώρα, χωρίς να υπάρχει ακριβής εικόνα, υπολογίζεται ότι λειτουργούν συνολικά περισσότεροι από 450 ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ. Η λειτουργία των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ θεσπίστηκε το 1958, περίπου την ίδια εποχή που συνέβαινε το ίδιο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ίδρυσή τους προέκυψε από την ανάγκη διαχείρισης κάποιων εγγειοβελτιωτικών έργων, τα οποία δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει ο κάθε αγρότης για το χωράφι του. Χρειαζόταν ένας συλλογικός φορέας που θα τα λειτουργούσε και θα τα συντηρούσε ώστε να επωφεληθούν πολλοί αγρότες ταυτόχρονα.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα, δηλαδή τα έργα που αφορούν την άρδευση των αγροτικών περιοχών, χωρίζονται σε έργα Α’, Β’ και Γ’ τάξης. Τα έργα Α’ τάξης αποτελούν κύρια έργα γενικού ενδιαφέροντος που βελτιώνουν σημαντικά τις συνθήκες γεωργικής εκμετάλλευσης μεγάλων περιοχών. Τα έργα Β’ τάξης είναι είτε έργα τοπικού ενδιαφέροντος, συμπλήρωμα των έργων Α’ τάξης, είτε αυτοτελή έργα εντός και εκτός των περιοχών Α’ τάξης. Τα έργα Γ’ τάξης είναι μικρά έργα στις ιδιοκτησίες, όπως είναι π.χ. οι γεωτρήσεις. Οι ΤΟΕΒ έχουν ως αρμοδιότητα τη διαχείριση των έργων Β’ και σπανιότερα Γ’ τάξης, ενώ οι ΓΟΕΒ των έργων Α’ τάξης.
Η ίδρυση των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ, ήδη από τη δεκαετία του 1950, επέτρεψε στους Έλληνες αγρότες να αυξήσουν την παραγωγή τους, χρησιμοποιώντας νέες αρδευτικές μεθόδους για τα δεδομένα της εποχής. Για τα έργα αυτά έχουν επενδυθεί άλλωστε πολύ σημαντικοί δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι. Μαζί με την ίδρυση των ΤΟΕΒ ιδρύθηκε και η Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων (ΥΕΒ) η οποία είχε την αρμοδιότητα να ελέγχει και να επικουρεί τους ΟΕΒ, με ειδικό επιστημονικό προσωπικό και με εξοπλισμό. Ωστόσο, μετά από πολλές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, η ΥΕΒ αποδυναμώθηκε και έχασε μεγάλο μέρος τους προσωπικού και του εξοπλισμού της. Με τον “Καλλικράτη” η αρμοδιότητα των ΤΟΕΒ είχε μεταφερθεί στους ΟΤΑ. Σήμερα, η αρμοδιότητα των ΟΕΒ έχει μεταφερθεί στις αντίστοιχες Περιφέρειες, οι οποίες όμως δεν διαθέτουν μια αντίστοιχη υποδομή, προκειμένου να υποστηρίξουν με εξοπλισμό ή επιστημονικά τους ΟΕΒ.
Έργα που ρημάζουν
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις δεκαετίες που πέρασαν χωρίς επαρκή συντήρηση πολλών έργων, έφεραν αρκετές εγγειoβελτιωτικές υποδομές στα όριά τους. Οι ερευνητές γράφουν χαρακτηριστικά: “Η μεγάλη πλειοψηφία των έργων δεν βρίσκονται σε καλή λειτουργική κατάσταση, αλλά απλώς σε κατάσταση επιβίωσης, η οποία είναι ασταθής και θα διατηρηθεί μόνο με τη βοήθεια νέων έργων, των οποίων η σπουδαιότητα θα αυξάνει συνεχώς. Η κατάσταση αυτή θα χειροτερεύσει εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την επισκευή και συντήρηση των έργων.”
Πιο συγκεκριμένα παραθέτουν ενδεικτικά στοιχεία για πολλές διώρυγες και δεξαμενές που βρίσκονται σε κακή κατάσταση, με μεγάλες και εμφανείς ρωγμές στο σκυρόδεμα, με ανεπιθύμητη βλάστηση που απορροφά μέρος του νερού που προορίζεται για πότισμα, αλλά κυρίως μειώνει την παροχετευτικότητά των διωρύγων, καθώς και με ελαττωματικούς μηχανισμούς ρύθμισης, οι οποίοι έχουν χρόνια να συντηρηθούν. Ακόμη, διαπιστώνουν προβλήματα στην παρακολούθηση και στον έλεγχο των αντλιοστασίων αφού πολλοί αισθητήρες και αυτοματισμοί δεν συντηρούνται. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι ερευνητές αναφέρουν τα έργα Αλφειού-Πηνειού στη Δυτική Πελοπόννησο, όπου έγινε έργο εκσυγχρονισμού που δεν θεωρήθηκε πετυχημένο λόγω κακοτεχνιών στην υλοποίηση. Η συνηθισμένη πρακτική σε πολλά δίκτυα είναι η κατανάλωση νερού στα αντλιοστάσια να εκτιμάται με βάση την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και όχι με βάση την καταγραφή των παροχόμετρων που είναι εγκατεστημένα, γιατί τα τελευταία δεν συντηρούνται.

Ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό
Ταυτόχρονα όμως με τη φθορά των υποδομών, οι ερευνητές τονίζουν ως πολύ σημαντικό πρόβλημα την, συχνά καθολική, έλλειψη επιστημονικού προσωπικού στο εσωτερικό των ΤΟΕΒ και των ΓΟΕΒ. Σε όλους τους ΤΟΕΒ και σε πολλούς ΓΟΕΒ, γράφει η μελέτη, δεν υπάρχει ούτε ένας γεωπόνος, πέρα από τα ΔΣ των ΓΟΕΒ. Κατά συνέπεια, οι αγρότες δεν έχουν πρόσβαση σε επιστημονικές πληροφορίες και συμβουλές, όσον αφορά την άρδευση. Επιπλέον, στους ΟΕΒ δεν υπάρχουν ούτε ειδικά γραφεία που να ελέγχουν τα αρδευτικά συστήματα που χρησιμοποιούν οι αγρότες, ώστε να είναι συμβατά με το συλλογικό δίκτυο και να αποτρέπουν τη λειτουργία τους σε περίπτωση ασυμβατότητας.
Τέλος, η εισφορά για την παροχή αρδευτικού νερού που πληρώνουν οι αγρότες στους ΟΕΒ συνήθως καθορίζεται με βάση την εκτίμηση των αρδευόμενων επιφανειών και όχι με βάση τον όγκο του νερού. Το συγκεκριμένο σύστημα επιτρέπει σε πολλούς αγρότες να υπερκαταναλώνουν νερό, αφού η χρέωσή τους παραμείνει ίδια ανεξάρτητα από την κατανάλωση.
Προβλήματα στη λειτουργία
Πέρα όμως από τα παραπάνω προβλήματα που απορρέουν από το γενικό θεσμικό πλαίσιο των ΤΟΕΒ και από τις αλλαγές του με τα χρόνια, οι ερευνητές εντοπίζουν σημαντικά προβλήματα και στην εσωτερική λειτουργία των ΟΕΒ.
Πώς όμως είναι οργανωμένοι αυτοί οι οργανισμοί; Οι ΤΟΕΒ είναι συνεταιρισμοί αγροτών, με μέλη αγρότες που εκπροσωπούν τουλάχιστον τα 5/9 της ωφελούμενης από τα έργα τους έκτασης. Διοικούνται από άμισθο διοικητικό συμβούλιο το οποίο εκλέγει η Γενική Συνέλευσή τους. Οι ΓΟΕΒ διοικούνται από επταμελές συμβούλιο με δύο αιρετά μέλη. Τα υπόλοιπα μέλη στο συμβούλιο των ΓΟΕΒ είναι ένας υπάλληλος, κατά προτίμηση γεωπόνος από τη Διεύθυνση Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, δύο υπάλληλοι από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση και δύο από την Περιφέρεια.
Ένα βασικό πρόβλημα με τη λειτουργία των ΟΕΒ είναι η συχνά απόλυτη έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων για τη λειτουργία τους. Σήμερα, δεν γνωρίζουμε καν πόσοι ακριβώς είναι! Υπάρχουν ΟΕΒ για τους οποίους δεν είναι γνωστά βασικά οικονομικά μεγέθη και επομένως, παραμένει άγνωστο το πόσο αποτελεσματική είναι η διαχείριση του νερού στις αντίστοιχες εκτάσεις. Επιπλέον, η μη καταγραφή δεδομένων είναι αρκετά εκτεταμένη ώστε να μην υπάρχει ικανοποιητική εικόνα ούτε για τη συνολική λειτουργία όλων των ΟΕΒ στη χώρα. Οι ερευνητές υπολογίζουν τον αριθμό των ΟΕΒ σε ολόκληρη τη χώρα σε άνω των 450 και βασίζουν την ανάλυσή τους σε οικονομικά στοιχεία μόνο από τους 118, τα μόνα διαθέσιμα που βρήκαν.

Προτάσεις πολιτικής
Λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ανάλυσή τους, όσο και τις καλές πρακτικές σε άλλες χώρες, οι συγγραφείς καταλήγουν και σε προτάσεις πολιτικής, παρότι αναγνωρίζουν τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και τη δυσκολία να οικοδομηθεί ένα ενιαίο μοντέλο που θα εφαρμόζει παντού. Όμως παρόλ’ αυτά προτείνουν τη συνένωση αρκετών ΤΟΕΒ με βάση κριτήρια μεγέθους και οργανωτικής δομής, ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστούν τις εκτάσεις τους με αποδοτικό τρόπο, αλλά και με ενιαίο λογιστικό σύστημα. Ακόμη θεωρούν αναγκαίο να υπάρχει πρόβλεψη για διοίκηση από managers, υποδομή για συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα καθώς και κάποιο επιστημονικό προσωπικό.
Επίσης, προτείνουν συνένωση των ΓΟΕΒ σε μια πιο αποτελεσματική υπηρεσία διαχείρισης. Προτείνουν επιπλέον τη δημιουργία “στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κεντρικής Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων (ΚΥΕΒ) προκειμένου να έχει τον τελικό έλεγχο του προγραμματισμού και της υλοποίησης μελετών και έργων, να ελέγχει τη διαχείριση του αρδευτικού νερού και των συναφών υποδομών και επίσης να εισηγείται τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές προς την πολιτική ηγεσία”.
Μπορούν να γίνουν όλα αυτά σε ένα τόσο κατακερματισμένο τοπίο όπως αυτό των ελληνικών ΟΕΒ; Οι ερευνητές ξεχωρίζουν ένα καλό παράδειγμα από την Κρήτη. Πρόκειται για τον Οργανισμό Ανάπτυξης Κρήτης, ο οποίος διαχειρίζεται σημαντικό τμήμα των υδατικών πόρων της Κρήτης. Προέκυψε από τη συνένωση δυο οργανισμών, αντίστοιχα για την Ανατολική και Δυτική Κρήτη, διαθέτει οργανωμένο επιτελείο επιστημόνων και καλές υποδομές που λειτουργούν και συντηρούνται επαρκώς.

Καλές περιπτώσεις πρακτικές διαχείρισης του αρδευτικού νερού στην Ελλάδα
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η διαχείριση γίνεται με πιο οργανωμένο/συγκροτημένο τρόπο και με καλύτερα τελικά αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Οργανισμού Ανάπτυξης Κρήτης (ΟΑΚ) που διαχειρίζεται ένα σημαντικό τμήμα των υδατικών πόρων της Κρήτης με οργανωμένο επιτελείο επιστημόνων και τεχνικών και αξιόλογες υποδομές. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο ΟΑΚ προέκυψε από τη συνένωση δύο οργανισμών: του Οργανισμού Ανάπτυξης Δυτικής Κρήτης (ΟΑΔΥΚ) και του Οργανισμού Ανάπτυξης Ανατολικής Κρήτης. Ο ΟΑΔΥΚ δημιουργήθηκε κατά το πρότυπο της Société du Canal de Provence (Γαλλία) που θεωρείται ιδιαίτερα πετυχημένος οργανισμός διαχείρισης υδατικών πόρων.
Ο ΟΑΚ έχει αναπτύξει στη Βόρεια Κρήτη σημαντικές υποδομές που μαζί με το σύστημα SCADA (Supervision Control and Data Acquisition system) που έχει εγκατασταθεί, εξασφαλίζει καλό έλεγχο της χρήσης των συστημάτων του και τελικά των υδατικών πόρων που διαχειρίζεται. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όλοι οι χρήστες στην περιοχή των Χανίων έχουν ατομικά υδροστόμια με υδρομετρητές και πληρώνουν ανάλογα με τον όγκο που καταναλώνουν. Στην περίπτωση που κάποιος καταναλωτής επέμβει στο υδρόμετρο ή στο υδροστόμιό του (αφαίρεση ρυθμιστή πίεσης, περιοριστή παροχή) διακόπτεται η υδροδότησή του. Επίσης τα δίκτυα του ΟΑΚ έχουν ψηφιοποιηθεί, με αποτέλεσμα ο Οργανισμός να έχει καλή γνώση των υποδομών με συνέπεια να είναι εφικτή μια πιο αποτελεσματική διαχείριση.
Το τμήμα που διαχειρίζεται τους υδατικούς πόρους απασχολεί 85 άτομα προσωπικό που είναι το 50% του συνολικού προσωπικού του Οργανισμού, γεγονός που αναδεικνύει και τη σημαντικότητα του τομέα των υδατικών πόρων για τον ΟΑΚ.
Φωτο: pinakas1, pinakas2, pinakas3