Ο χάρτης της μεγάλης σπατάλης

0
7
meleti nero

Τις αιτίες της κακής διαχείρισης των υδάτινων πόρων καταγράφει έρευνα για λογαριασμό της κυβέρνησης

*Σύμφωνα με πληροφορίες, η μελέτη της Deloitte
αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη μιας συνολικής μεταρρύθμισης

Τις σημαντικές προκλήσεις που αναμένονται τα επόμενα χρόνια στη διαχείριση του νερού στην Ελλάδα αναδεικνύει μελέτη που έγινε από ιδιωτικό φορέα για λογαριασμό της κυβέρνησης. Εκτιμάται ότι η πολυδιάσπαση των φορέων ύδρευσης και αποχέτευσης δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας, ενώ προβλέπεται ότι το κόστος του νερού θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια –και μάλιστα ανισοβαρώς, εις βάρος των περιοχών με προβλήματα λειψυδρίας– λόγω της ανάγκης ανάκτησης του κόστους των έργων που πρέπει να γίνουν. Οι επισημάνσεις της μελέτης πιθανότατα θα αποτελέσουν τη βάση για σειρά μέτρων που επεξεργάζεται η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας.
Η μελέτη, που έγινε από την Deloitte κατά παραγγελία της κυβέρνησης, αφορά τόσο την ύδρευση (20% της κατανάλωσης) όσο και την άρδευση (80% της κατανάλωσης) στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει:

  • Παρά τη σημαντική μείωση στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι απολήψεις υδάτων για άρδευση δεν έχουν μειωθεί σημαντικά, λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, των μεγαλύτερων αναγκών σε νερό ανά καλλιέργεια, των μεγάλων απωλειών των δικτύων και της καλλιέργειας διαφορετικών ποικιλιών με μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό.
  • Η στήριξη της αγροτικής παραγωγής από την κυβέρνηση και η εστίαση στον αγροτικό τομέα εκτιμάται πως θα αυξήσει σημαντικά τις ανάγκες σε νερό.
  • H τουριστική κίνηση θα ενταθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, συνεπώς θα οξυνθούν οι πιέσεις στα υδατικά συστήματα, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυξημένες τουριστικές ροές (στις οποίες η διαθεσιμότητα του πόρου είναι συνήθως πολύ περιορισμένη).
    Η μελέτη επισημαίνει τον σημαντικό κίνδυνο για τη διαθεσιμότητα του ύδατος όσο η κλιματική κρίση εξελίσσεται. Κι αυτό γιατί η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε σημαντική αύξηση της κατανάλωσης νερού, ενώ παράλληλα η στάθμη των ταμιευτήρων μειώνεται λόγω των λιγότερων βροχοπτώσεων. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται η μείωση της παραγωγής των υδροηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ, καθώς παρά τις αυξομειώσεις των αποθεμάτων στα φράγματα της ΔΕΗ, οι εισροές υδάτων μειώνονται σταθερά την τελευταία 15ετία. «Μικρότερη συμμετοχή των υδροηλεκτρικών σταθμών στο ενεργειακό μείγμα αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους ενέργειας», παρατηρεί η έκθεση.

Κατακερματισμός
Όσον αφορά το μοντέλο διαχείρισης υδάτων στην Ελλάδα, η έκθεση της Deloitte καταγράφει την υφιστάμενη κατάσταση: τη συνύπαρξη 125 δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης – αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), 194 διευθύνσεων σε δήμους, τριών ανωνύμων εταιρειών (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΟΔΥΘ), δύο εταιρειών παγίων (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ Παγίων) για την ύδρευση και 403 τοπικών ή γενικών οργανισμών εγγείων βελτιώσεων (ΓΟΕΒ-ΤΟΕΒ) για την άρδευση.
«Ο κατακερματισμός των διαχειριστών υδάτων και των αρμοδιοτήτων αναγνωρίζεται από τον αριθμό των οργανισμών που τη δεδομένη χρονική στιγμή εκτιμάται πως ξεπερνάει τους 700 στο σύνολο της επικράτειας», αναφέρει η μελέτη. Υποστηρίζεται ότι η όποια μεταρρύθμιση στον τομέα της διαχείρισης υδάτων πρέπει να περιλαμβάνει τόσο το νερό ύδρευσης όσο και άρδευσης (καθώς αφορούν τον ίδιο πόρο), άρα και το σύνολο των οργανισμών.
Σύμφωνα με την Deloitte:

  • Το μοντέλο αυτό είναι δυσλειτουργικό, καθώς πολλοί φορείς έχουν αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, ενώ προκύπτουν ζητήματα αποτελεσματικής αξιοποίησης πόρων, διαχειριστικής επάρκειας και οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων.
  • Τα έργα που πραγματοποιούνται από τους αρμόδιους φορείς σχεδιάζονται μεμονωμένα και όχι στο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής, επομένως δεν υπάρχει ιεράρχησή τους.
  • Οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα νερού, αλλά και την ταχύτητα απορρόφησης κοινοτικών πόρων. «Η χρηματοδότηση των έργων γίνεται κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο και δεν συνδέεται με τις γενικότερες ανάγκες σε εθνικό επίπεδο. Δεν χρησιμοποιούνται πόροι από επενδυτικές τράπεζες», αναφέρεται.

Η σύγκριση
Η μελέτη εξετάζει τα συστήματα διαχείρισης υδάτων σε άλλες πέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ιρλανδία, Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχία, Ιταλία) και καταλήγει σε τρεις επισημάνσεις ως προς τα κοινά χαρακτηριστικά των μεθόδων που η κάθε μία ακολουθεί:
Πρώτον, οι αρμοδιότητες συγκεντρώνονται σε κεντρικούς φορείς ή σε μικρό αριθμό περιφερειακών φορέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Irish Water στην Ιρλανδία, που διαχειρίζεται όλα τα πάγια, τα έσοδα και τα έξοδα για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, αποδοτικότερη κοστολογική βάση και καλύτερη εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής.
Δεύτερον, η κεντρική κυβέρνηση (υπουργεία Περιβάλλοντος και Γεωργίας) είναι υπεύθυνη για την προστασία της ποιότητας του νερού, των οικοσυστημάτων, τον συντονισμό των εθνικών σχεδίων, την ευθυγράμμιση με τους κανόνες της Ε.Ε. και επιβλέπει τη διαχείριση των υδάτων.
Τρίτον, οι τοπικές ή δημοτικές αρχές επιβλέπουν την ύδρευση, την αποχέτευση, την επεξεργασία λυμάτων και εξασφαλίζουν τη διανομή πόσιμου νερού.

Οι τιμές
Ως προς το κόστος, βάσει των στοιχείων της EurEau (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Συνδέσμων Υπηρεσιών Ύδρευσης – εκπροσωπεί εταιρείες από 33 χώρες) για το 2021, η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες με το χαμηλότερο κόστος νερού. Φθηνότερο νερό από την Ελλάδα (σχέση κόστους ανά κυβικό με μέσο μισθό) έχουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Αυστρία. Ωστόσο, η Deloitte εκτιμά ότι το κόστος του νερού στη χώρα μας θα αυξηθεί τα επόμενα έτη –ενδεχομένως άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου– λαμβάνοντας υπόψη:

  • Την αύξηση των τιμολογίων ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ λόγω ανάκτησης κόστους και έργων: εξυπηρετούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας και η όποια αύξηση θα επηρεάσει τον μέσο όρο.
  • Την αύξηση τιμολογίων ΔΕΥΑ/ΤΟΕΒ λόγω μη ανάκτησης κόστους και μη βιώσιμης λειτουργίας: Πολλοί από τους οργανισμούς δεν μπορούν να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα.
  • Την υποχρέωση ανάκτησης κόστους είτε για νέα έργα που δεν συμβάλλουν στην αύξηση των υδάτινων πόρων (π.χ. ψηφιακά συστήματα) –έργα απαιτούμενα για την κοστολόγηση και την αναβάθμιση των συστημάτων– είτε για έργα που συμβάλλουν στην αύξηση του πόρου (φράγματα, δίκτυα κ.λπ.). «Η αύξηση του κόστους δύναται να είναι ανισοβαρής και να επιβαρύνει περισσότερο περιοχές με προβλήματα λειψυδρίας», επισημαίνει η μελέτη.
    Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσίευσε η «Καθημερινή», η προαναφερθείσα μελέτη αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη μιας συνολικής μεταρρύθμισης. Η πρόταση της Deloitte θα συνεξεταστεί σε ένα πλαίσιο αναζήτησης μακροπρόθεσμων λύσεων.

Oι αντιδράσεις
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Φεβρουάριο το υπουργείο Περιβάλλοντος έδωσε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου για τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης. Στην αρχική του μορφή το πλαίσιο πρότεινε εκτεταμένες συγχωνεύσεις ΔΕΥΑ και λοιπών οργανισμών, ωστόσο οι αντιδράσεις των δήμων ήταν τέτοιες, που το υπουργείο τελικά το επανεξέτασε και κατέληξε σε ένα πιο περιορισμένο μεταρρυθμιστικό σχήμα.
Στο σχέδιο νόμου προτεινόταν να ιδρυθεί μια ΔΕΥΑ ανά περιφερειακή ενότητα, στην οποία θα συγχωνευθούν οι υπάρχουσες ΔΕΥΑ, οι υπηρεσίες ύδρευσης – αποχέτευσης των δήμων και οι σύνδεσμοι ύδρευσης. Εξαιρούνται οι ΔΕΥΑ των νησιών, που σε μεγάλο βαθμό παραμένουν, ενώ σε κάποιες κοντινές στην Αττική ή στη Θεσσαλονίκη δίνεται η δυνατότητα συγχώνευσης στην ΕΥΔΑΠ και στην ΕΥΑΘ αντιστοίχως.


Πηγή: «Η Καθημερινή»