Πώς αποτιμάται μέχρι στιγμής το αγροτικό ζήτημα, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε τοπικό επίπεδο
Tης Έλλης Τσιφόρου*
Μόλις έναν χρόνο μετά την έναρξη της εφαρμογής της πρόσφατης μεταρρύθμισης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, δηλαδή της ΚΑΠ της περιόδου 2023-2027, αγρότες σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες της ΕΕ και σε πολυάριθμες περιοχές της ευρωπαϊκής υπαίθρου (πλην Αυστρίας, Δανίας, Φινλανδίας και Σουηδίας, τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο), καθώς και στην έδρα των κοινοτικών οργάνων στις Βρυξέλλες, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Το έκαναν προκειμένου να εκφράσουν την αγανάκτησή τους απέναντι στα δυσθεώρητα κόστη της παραγωγής, στην έλλειψη αποτελεσματικών εθνικών πολιτικών στήριξης του τομέα, στον άνισο ανταγωνισμό για τα ευρωπαϊκά γεωργικά προϊόντα από τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ, στην απελευθέρωση των εισαγωγών από την Ουκρανία κ.ά.
Πέρα από τις εθνικού χαρακτήρα ιδιαιτερότητες αλλά και τη διαφορετική προτεραιοποίηση των ζητημάτων που αναδεικνύονται στις επιμέρους διεκδικήσεις, οι εξεγερμένοι αγρότες ανά την ΕΕ φαίνεται ότι μοιράζονται ορισμένους κοινούς προβληματισμούς μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η εναντίωσή τους στην ίδια την ΚΑΠ.
Πού οφείλεται αυτό το νέο κύμα οργής των Ευρωπαίων και Ελλήνων αγροτών εναντίον της ΚΑΠ –και όχι μόνο; Ποια είναι τα πρώτα κρίσιμα συμπεράσματα που θα πρέπει να συγκρατήσουμε ενώ μάλιστα πλησιάζουμε προς το σημαντικό ορόσημο των ευρωπαϊκών εκλογών;
Το παρόν άρθρο επιχειρεί μία πρώτη, ψύχραιμη, αποτίμηση του αγροτικού ζητήματος, ειδικά σε σχέση με τις εξελίξεις που αφορούν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, διατηρώντας, ωστόσο, ορισμένες επιφυλάξεις, καθώς οι κινητοποιήσεις φαίνεται να συνεχίζονται το επόμενο διάστημα.
Ορισμένα συμπεράσματα για το άμεσο και το απώτερο μέλλον
Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε την αποτίμηση των αιτίων των συνεχιζόμενων κινητοποιήσεων των αγροτών ανά την ΕΕ συγκρατώντας ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα με βραχυπρόθεσμο αλλά και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οφείλουμε να σταθούμε στα εξής:
- Η κάθοδος του αγροτικού κόσμου στους δρόμους των ευρωπαϊκών πρωτευουσών είναι ενδεικτική, καταρχάς, της ασφυκτικής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο τομέας σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις για το έτος 2023 να καταδεικνύουν την πτωτική πορεία βασικών οικονομικών μεγεθών όπως η αξία και το γεωργικό εισόδημα καθώς και το σταθερά υψηλό –και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως οι ζωοτροφές, δυσβάσταχτο– ποσοστό της δαπάνης των εισροών επί της παραγόμενης αξίας του κλάδου. Ο ισχυρός αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής που ενέσκηψε στην παραγωγή της ΕΕ το περασμένο έτος, η επίπτωση του επιμένοντος πληθωρισμού στο εισόδημα των νοικοκυριών που περιόρισε σημαντικά τη ζήτηση στα τρόφιμα, αλλά και το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας από την κλιμάκωση των γεωπολιτικών αναταράξεων στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, από την ασθενέστερη παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, αλλά και από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η εφοδιαστική αλυσίδα στην Ερυθρά Θάλασσα, με συνέπεια τον περιορισμό του διεθνούς εμπορίου σε ιστορικά χαμηλούς ρυθμούς, διαμορφώνουν ένα ζοφερό οικονομικό περιβάλλον για τους εκπροσώπους του κλάδου.
- Εξίσου ασφυκτικό, δυσνόητο και ασύμβατο με την παραγωγική πραγματικότητα των Ευρωπαίων αγροτών μοιάζει να είναι το θεσμικό πλαίσιο, κοινοτικό και εθνικό, το οποίο σχετίζεται με την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην εποχή της Πράσινης Συμφωνίας. Ένας πακτωλός νομοθετημάτων και διατάξεων που υπηρετούν ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους σε σχέση με το περιβάλλον και το κλίμα μοιάζει να ενεργοποιήθηκε για την “ποινικοποίηση” του κλάδου, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο αυτών των πρωτοβουλιών στην οικονομική βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα και στην επισιτιστική ασφάλεια, χωρίς να προτείνει εναλλακτικές αλλά και δίχως να συνυπολογίζει το ανταγωνιστικό μειονέκτημα που συνεπάγεται η εφαρμογή του για τους Ευρωπαίους αγρότες, σε σχέση με συναδέλφους τους σε άλλα σημεία του πλανήτη.
- Ταυτόχρονα, κοινό υπόβαθρο των κινητοποιήσεων των αγροτών ανά την ΕΕ, φαίνεται να αποτελεί η έκφραση μιας αγωνίας που έχει έναν χρονικά βαθύτερο και κοινωνικά ευρύτερο ορίζοντα. Μέσα από τις διεκδικήσεις των Ευρωπαίων και Ελλήνων αγροτών αναδεικνύεται η συσχέτιση της βιωσιμότητας της δραστηριότητάς τους με το μέλλον της διατροφής των εκατομμυρίων Ευρωπαίων καταναλωτών αλλά και των δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη, κάνοντας επιτακτικό το αίτημα αναγνώρισης του κοινωνικού ρόλου των αγροτών και της σύναψης ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο θα διασφαλίζει ένα πιο ασφαλές, ανθεκτικό, δίκαιο και βιώσιμο σύστημα τροφίμων για όλους, και ιδιαίτερα για τους πιο αδύναμους κρίκους της αλυσίδας της αγροδιατροφής: τους αγρότες και τους καταναλωτές.
- Πέρα από το κοινό ευρωπαϊκό υπόβαθρο, οι διεκδικήσεις έχουν και εθνική διάσταση και, συνεπώς, εγείρουν και εθνικές ευθύνες. Όπως είδαμε, οι εθνικές διεκδικήσεις αντανακλούν αφενός το ειδικό θεσμικό, πολιτικό και κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον που πλαισιώνει τον τομέα σε κάθε χώρα και την “ωριμότητα” των πολιτικών που τον αφορούν και αφετέρου αποτελούν συνάρτηση του βαθμού επιτυχίας κάθε κράτους-μέλους στην εφαρμογή και τη βέλτιστη ή μη αξιοποίηση της ΚΑΠ, ειδικά κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο όπου το μοντέλο εφαρμογής της πολιτικής είναι αμιγώς εθνοκεντρικό.
Η ΚΑΠ φαίνεται, σε πρώτη ανάγνωση, να συγκεντρώνει σημαντική μερίδα των πυρών των εξεγερμένων αγροτών. Όμως, πίσω από τις επιθέσεις που δέχεται η πολιτική θα πρέπει καταρχάς να διαβάσουμε τη γενικευμένη δυσφορία ενός επαγγελματικού κλάδου για τον οποίο έχει διαρραγεί η σχέση εμπιστοσύνης με την ΕΕ. Μια ΕΕ η οποία ειδικά κατά την τρέχουσα θητεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μοιάζει να τοποθέτησε τον αγροτικό τομέα στο εδώλιο του κατηγορουμένου, πολώνοντας το κλίμα, οδηγώντας τις θεσμικές διεργασίες σε αδιέξοδο και εξωθώντας τους αγρότες στους δρόμους.
Η πρόσφατη στρατηγική υπαναχώρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την πίεση των θεσμικών/πολιτικών αδιεξόδων και των κινητοποιήσεων του αγροτικού κόσμου μοιάζει να αποτελεί παραδοχή των λανθασμένων χειρισμών, ωστόσο δεν αποτελεί εχέγγυο ειρήνης και αποκατάστασης των διαρρηγμένων δεσμών. Χρειάζεται, προφανώς, πολλή προσπάθεια από πλευράς Επιτροπής αλλά και συννομοθετών (Ευρωπαϊκου Συμβουλίου και Κοινοβουλίου) για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη μελλοντική διαμόρφωση τόσο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής όσο και των συναφών πολιτικών που διέπουν τον τομέα με ισορροπημένο, δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο.
Επίκεντρο αυτής της προσπάθειας δεν μπορεί παρά να αποτελεί η επιδίωξη ενός συνεχούς, συστηματικού και τεκμηριωμένου διαλόγου κατά κύριο λόγο με τους άμεσα ενδιαφερόμενους αγρότες, αλλά και με όλους τους εμπλεκόμενους, ο οποίος δεν θα πρέπει να εξαντληθεί στο πλαίσιο του Στρατηγικού Διαλόγου για τη Γεωργία που μόλις εγκαινίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε και να περιοριστεί στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι διαφορετικές πραγματικότητες στο πεδίο που συνθέτουν το προφίλ της ευρωπαϊκής γεωργίας αλλά και τα ιδιαίτερα σύνθετα προβλήματα και προκλήσεις της εποχής απαιτούν την εύρεση μιας «χρυσής» ισορροπίας μεταξύ οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων και δεν ευνοούν πυροσβεστικές λύσεις ή απλουστευτικές απαντήσεις. Ένα από τα κυριότερα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν προς την κατεύθυνση της επίτευξης της προαναφερόμενης ισορροπίας είναι εκείνο που τέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς τα μέλη της ομάδας του Στρατηγικού Διαλόγου για τη Γεωργία: πώς θα αξιοποιήσουμε καλύτερα τις τεράστιες ευκαιρίες που παρέχουν η γνώση και η τεχνολογική καινοτομία;
Και αυτό γιατί, όπως σημειώναμε στην έκθεση του Ιουλίου του 2023, “η γνώση, η καινοτομία και η ψηφιοποίηση αποτελούν καταλύτη για τη συμμόρφωση των ευρωπαίων παραγωγών με τους ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους και τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας αλλά και προκειμένου να καταστεί εφικτή η επίτευξη του συνόλου των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδιώξεων που θέτει η ΚΑΠ με την αναγκαία ταχύτητα και ισορροπία” .
Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων κινητοποιήσεων, ο κίνδυνος που ελλοχεύει ενόψει και των επικείμενων ευρωεκλογών είναι η καπηλεία των ιδιαίτερα κρίσιμων ζητημάτων που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα για την προσέλκυση ψηφοφόρων ή η διαφαινόμενη τροφοδότηση ακροδεξιών και λαϊκιστικών δυνάμεων και τάσεων, πίσω από την οποία, πέρα από άλλα δεινά, κρύβεται η απειλή ενός άκριτου προστατευτισμού που αντιβαίνει βασικές κατακτήσεις της ΕΕ όπως η εσωτερική αγορά ή ο ηγετικός ρόλος του ευρωπαϊκού αγροδιατροφικού τομέα στο διεθνές εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων.
Στη χώρα μας, το ορόσημο των ευρωεκλογών θα πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία ώστε καταρχάς τα πολιτικά κόμματα να επιλέξουν υποψηφίους που έχουν στοιχειώδεις γνώσεις για τα σύνθετα (σε πρακτικό, πολιτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο) ζητήματα της γεωργίας, ώστε να μπορέσουν να υποστηρίξουν επαρκώς τον τομέα στις καθ’ ύλην αρμόδιες Επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου στο πλαίσιο των δύσκολων συζητήσεων που σχετίζονται με το μέλλον του, οι οποίες θα βρεθούν στο επίκεντρο επόμενης θητείας.
Είναι παράλληλα μία ευκαιρία ώστε να ξεκινήσει μια διευρυμένη διαβούλευση για τη συνδιαμόρφωση της μελλοντικής ΚΑΠ μετά το 2027, σε αντιστοιχία με την ατζέντα των Βρυξελλών όπου το θεμα έχει ήδη τεθεί λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη ανατρεπτικά δεδομένα όπως η μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι εποχές του αυτοσχεδιασμού, του αυθορμητισμού και της εναπόθεσης ευθυνών “στις Βρυξέλλες” όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της ΚΑΠ έχουν παρέλθει. Επιπλέον, όπως επισημαίναμε και στην έκθεση του Ιουλίου του 2023, απαιτείται “καθολική ρήξη με το παρελθόν όσον αφορά την αντιμετώπιση της ΚΑΠ από την εθνική διοίκηση, καθώς η κορυφαία αυτή κοινοτική πολιτική δεν αποτελεί μια “έτοιμη προς χρήση” λύση, αλλά εφαλτήριο ώστε να σχεδιαστεί και να ασκηθεί η αδύνατη, μέχρι σήμερα, αλλά αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, εθνική αγροτική πολιτική”
* Η Έλλη Τσιφόρου είναι διευθύνουσα σύμβουλος της GAIA EPIXIREIN