Τα υπόγεια νερά της Δυτικής Ελλάδας έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη απώλεια λόγω της κλιματικής κρίσης

0
2
ydata

Η «αόρατη» υποβάθμιση των ελληνικών υπόγειων υδάτων

Τα υπόγεια νερά της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη απώλεια λόγω της κλιματικής κρίσης, ενώ η Μακεδονία και Θράκη αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, παρουσιάζουν τις χαμηλότερες τιμές εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων.
Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από την έρευνα της καθηγήτριας στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και επιβλέπουσα της ομάδας γεωπληροφορικής Αλεξάνδρας Γκεμιτζή.
Τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν στην «Καθημερινή» και παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς η απειλή της λειψυδρίας κάνει ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία της από άκρη σε άκρη της Ελλάδας, ενώ τόσο περισσότερο ακούγεται στη δημόσια συζήτηση ο όρος «υπόγεια ύδατα».
«Οταν μιλάμε για υπόγεια νερά συνήθως το μυαλό μας πηγαίνει σε τεράστιες υπόγειες δεξαμενές νερού οι οποίες μας παρέχουν πρακτικά ανεξάντλητες ποσότητες, καλής, συνήθως, ποιότητας νερού», περιγράφει την κοινή αντίληψη που επικρατεί γύρω από αυτό το θέμα, η Αλεξάνδρα Γκεμιτζή. Η ίδια προσθέτει πως η πραγματικότητα διαφέρει αρκετά από αυτήν την υπερ-απλουστευτική θεώρηση. Αυτό συμβαίνει διότι αφενός ελάχιστα έχει διδαχθεί ο μέσος πολίτης σχετικά με αυτόν τον πολύτιμο φυσικό πόρο, αφετέρου γιατί από τη φύση του το υπόγειο νερό δεν είναι ορατό στον άνθρωπο, παρά μόνο μέσω των πηγών του. «Αυτή η ιδιαιτερότητά του λοιπόν, το καθιστά μεν περισσότερο προστατευμένο αλλά και δυσκολότερα προσβάσιμο στον άνθρωπο, σε σχέση με τα επιφανειακά νερά», εξηγεί η κ. Γκεμιτζή. Και υπογραμμίζει πως η λογική διαχείριση του νερού θα πρέπει να στηρίζεται στην εκμετάλλευση μόνο των ανανεώσιμων αποθεμάτων νερού.

Υπολογίζοντας τα υπόγεια ύδατα
H ομάδα της κ. Γκεμιτζή δοκίμασε να υπολογίσει την ποσότητα εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων της χώρας μας από το 2001 έως και το 2024 συνδυάζοντας τις παραδοσιακές μεθόδους υπολογισμού με σύνολα ανοιχτών δεδομένων, όπως το Open Land Map Layers που προσφέρουν σε υψηλή ανάλυση τις ιδιότητες του ανώτερου εδαφικού στρώματος (αυτό που διαχωρίζει την ατμόσφαιρα από τα υπόγεια νερά) σε παγκόσμιο επίπεδο, με ανάλυση 250 μέτρων.
Γνωρίζοντας αυτές τις ιδιότητες, οι ειδικοί μπορούν με μαθηματικούς υπολογισμούς να εκτιμήσουν πότε το ανώτερο εδαφικό στρώμα δεν μπορεί να συγκρατήσει περισσότερο νερό ύστερα από μια βροχή, οπότε και ξεκινάει ο εμπλουτισμός των υπογείων υδάτων.
Η ομάδα χρησιμοποίησε επίσης δεδομένα βροχόπτωσης και δεδομένα εξατμισιδιαπνοής (η ποσότητα του νερού που επιστρέφει στην ατμόσφαιρα λόγω εξάτμισης και διαπνοής των φυτών) από τη δορυφορική αποστολή Terra της NASA.
Τα αποτελέσματά των δεδομένων που επεξεργάστηκε η ομάδα τα συνέκρινε με αυτά που της δόθηκαν από την αποστολή GRACE της NASA, η οποία καταγράφει τις μεταβολές των συνολικών αποθεμάτων νερού στις περιοχές του πλανήτη μας, μέσω μέτρησης των βαρυτικών μεταβολών.

«Περιοχές με αύξηση της βαρυτικής τους έλξης έχουν πλεόνασμα υδάτων (τυπική περίπτωση περιοχών που αντιμετωπίζουν πλημμύρες ή αυξημένη ποσότητα χιονοκάλυψης), ενώ σε περιοχές που αντιμετωπίζουν ξηρασία παρατηρούμε μείωση της έλξης του βαρυτικού τους πεδίου», λέει σχετικά η κ. Γκεμιτζή, προσθέτοντας ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου το χιόνι αποτελεί μικρό μέρος των συνολικών αποθεμάτων νερού, τα δεδομένα της αποστολής GRACE καταγράφουν κυρίως τις μεταβολές των αποθεμάτων υπογείου νερού, όπως έχει δειχθεί από αρκετές επιστημονικές δημοσιεύσεις.

Τα βασικά συμπεράσματα για την Ελλάδα
Το βασικό συμπέρασμα της έρευνας είναι πως τα υπόγεια ύδατα μειώνονται με καλπάζοντα ρυθμό. Η κ. Γκεμιτζή εξηγεί τον μηχανισμό που συμβαίνει αυτό:
«Πέραν των γνωστών χωρικών διαφορών –π.χ. η Δυτική Ελλάδα δέχεται σχεδόν διπλάσια ποσότητα βροχοπτώσεων– παρατηρούμε ότι στα δεδομένα που εξετάσαμε φαίνεται μια σταδιακή πτώση των βροχοπτώσεων και του εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων που κορυφώνεται κατά την τελευταία πενταετία. H μείωση του εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της εξατμισιδιαπνοής (η ποσότητα του νερού που επιστρέφει στην ατμόσφαιρα από τις υδάτινες επιφάνειες και το έδαφος καθώς και από τη διαπνοή των φυτών), λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας. Επίσης, οφείλεται και στη μείωση των βροχοπτώσεων, κυρίως λόγω της αύξησης των ημερών χωρίς βροχή».
Τα μεμονωμένα περιστατικά ραγδαίων βροχοπτώσεων δεν μπορούν να αναπληρώσουν αποτελεσματικά τα υπόγεια ύδατα. Η μείωση των χιονοπτώσεων και του ύψους χιονιού, ιδίως κάτω από τα 1.800 μέτρα υψόμετρο, συμβάλλει επίσης σε αυτή την προβληματική εικόνα, αν και σε μικρότερο βαθμό.
Όπως τονίζει με τη σειρά του ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Αντιρρυπαντικής Τεχνολογίας Ατμοσφαιρικών Ρύπων του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, καθηγητής Κωνσταντίνος Κουρτίδης, η αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλη την τελευταία πενταετία (το 2023 και 2024 ήταν τα πιο θερμά χρόνια από τότε που ξεκίνησαν οι καταγραφές θερμοκρασίας) οδήγησε στη μεγάλη αύξηση της εξατμισιδιαπνοής.
Όσο για την ιλιγγιώδη αύξηση της θερμοκρασίας τα τελευταία χρόνια; «Αυτή, οφείλεται σε πολλούς λόγους, φυσικά και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η ιδιαίτερη αύξηση το 2023-2024 οφείλεται στο ιδιαίτερα ισχυρό El Nino από τα μέσα του 2023 έως τον Μάιο του 2024. Σε κάθε περίπτωση, οι αυξήσεις της θερμοκρασίας προκαλούν αλλαγές στην παγκόσμια ατμοσφαιρική κυκλοφορία. H περιοχή μας επηρεάζεται, όσον αφορά στη βροχόπτωση, από την κυκλοφορία στον Β. Ατλαντικό Ωκεανό, που μπορεί να μεταφέρει (ή να μη μεταφέρει) μεγάλες ποσότητες υγρασίας στην Ανατολική Μεσόγειο, αναλόγως της φάσης της. Αν και αυτή τη στιγμή είναι πολύ αβέβαιο αν στο μέλλον θα μειωθεί ή θα αυξηθεί η βροχόπτωση στην περιοχή της Ελλάδας, είναι βέβαιο ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα συνεχιστεί, οπότε θα αυξηθεί περαιτέρω και η εξατμισιδιαπνοή».
Για να ελέγξει η ομάδα ότι τα αποτελέσματα της μεθοδολογίας που εφάρμοσε είναι κοντά στην πραγματικότητα, συνέκρινε τις μεταβολές του εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων με τις μεταβολές του βαρυτικού πεδίου στη χώρας μας.
Οι δύο αυτές ανεξάρτητες παρατηρήσεις βρίσκονται σε συμφωνία, ενώ οι ελαφρώς μεγαλύτερες μεταβολές που καταγράφονται μέσω των βαρυτικών ανωμαλιών εξηγούνται από το γεγονός ότι στα δεδομένα αυτά περιλαμβάνονται και μεταβολές στα επιφανειακά νερά, μεταβολές της εδαφικής υγρασίας αλλά και στην ποσότητα νερού που προέρχεται από χιόνι.

Περιοχές σε δυσμενή θέση
Χωρικά, η απώλεια του εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων στο καθένα από τα 14 υδατικά διαμερίσματα της χώρας μας κατά την τελευταία 25ετία παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα, όπου φαίνεται η πραγματικά πολύ μεγάλη απώλεια που έχουν υποστεί τα υπόγεια νερά της Δυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η Ανατολική Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα, αλλά ότι η Δυτική Ελλάδα που υπήρξε ευνοημένη ως προς την ποσότητα των υδάτινων πόρων της, φαίνεται να αντιμετωπίζει μια σημαντική κρίση ως προς το θέμα αυτό», σχολιάζει η κ. Γκεμιτζή.
Οπως παρατηρούμε στον χάρτη, η βόρεια και η ανατολική χώρα, δηλαδή η Μακεδονία και Θράκη αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, παρουσιάζουν τις χαμηλότερες τιμές εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων. Αντιθέτως, η Πελοπόννησος και γενικά τα δυτικά τμήματα της χώρας (Ηπειρος, Ιόνια νησιά, Δυτική Πελοπόννησος) ανήκουν στις πιο ευνοημένες περιοχές λόγω των συχνών βροχοπτώσεων και των γεωλογικών συνθηκών τους, οι οποίες ευνοούν τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Η Κρήτη μεταβαίνει σταδιακά σε μια κατάσταση με πολύ μειωμένες τιμές εμπλουτισμού των υπόγειων υδάτινων πόρων της λόγω των μειωμένων βροχοπτώσεων τα τελευταία χρόνια αλλά και των σταθερά πολύ υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν στο νησί. Η Αττική επίσης μεταβαίνει σε κατάσταση μείωσης των υπόγειων υδάτινων πόρων, αν και πρέπι να σημειώσουμε πως εδώ οι υδάτινοι πόροι ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένοι», σημειώνει η κ. Γκεμιτζή.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την κ. Γκεμιτζή το νευραλγικό αυτό πρόβλημα παραμένει κάτω από το ραντάρ της Πολιτείας. «Συνδέοντας τα παραπάνω με τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) τα οποία αποτελούν το διαχειριστικό εργαλείο για τους υδάτινους πόρους της χώρας μας, θα περίμενε κανείς ότι θα είχαν εντοπίσει το πρόβλημα και θα ανέλυαν τις ενδεδειγμένες λύσεις. Η 2η Αναθεώρησή τους έχει πρόσφατα ολοκληρωθεί και έτσι έχουμε στα χέρια μας τα διαχειριστικά εργαλεία για τον 3ο Κύκλο Διαχείρισης (2022-2027), στα οποία όμως δεν αποτυπώνεται η ποσοτική υποβάθμιση των υπόγειων νερών μας, σε πολλά από τα Υδατικά Διαμερίσματα της Ελλάδας.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα η καθηγήτρια αναφέρει τον χαρακτηρισμό των υπογείων υδάτων στο Υδατικό Διαμέρισμα 11 (Ανατολικής Μακεδονίας) και 12 (Θράκης) ως «καλής ποσοτικής κατάστασης», τη στιγμή που «καθημερινά όσοι ζούμε σε αυτές τις περιοχές βλέπουμε το αποτέλεσμα της ποσοτικής υποβάθμισης. Ετσι, οι πηγές στον ορεινό όγκο της Ροδόπης έχουν σχεδόν στερέψει, ενώ δημοσιεύσεις από το 2024 μας πληροφορούσαν για τη μείωση των υδάτων στο μεγαλύτερο ποτάμιο σπήλαιο της Ελλάδας, αυτό του Μααρά στην περιοχή της Δράμας».
Σύμφωνα με την ίδια, «αυτή η αδυναμία των Σχεδίων Διαχείρισης οφείλεται σε διάφορες αιτίες και κυρίως στον τρόπο που συντάσσονται και στη δυσκολία τους να αποτυπώσουν την τρέχουσα κατάσταση, αφού στηρίζονται σε ένα δίκτυο παρακολούθησης που είναι διαμοιρασμένο σε διάφορους φορείς (Γενικό Χημείο του Κράτους, ΕΑΓΜΕ, ΕΛΚΕΘΕ, κ.ά.) και άρα ο συντονισμός του αποτελεί από μόνος του μια πρόκληση, αλλά και δεν επικαιροποιεί τα δεδομένα του με τους ρυθμούς που απαιτούν οι αλλαγές που παρατηρούνται στις υδρολογικές συνθήκες λόγω της αλλαγής του κλίματος. Είναι ενδεικτικό πως το Εθνικό Δίκτυο Παρακολούθησης Υδάτων έχει να δημοσιεύσει επικαιροποιημένα δεδομένα του από το 2020».
Κλείνοντας η κ. Γκεμιτζή αναφέρει ως ένα άλλο πρόβλημα τη δυσκολία των φορέων να προσαρμοστούν και να χρησιμοποιήσουν σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία. «Δυστυχώς η επικοινωνία των δημόσιων φορέων με τα ερευνητικά κέντρα είναι μάλλον υποβαθμισμένη, και έτσι οποιαδήποτε τεχνολογική εξέλιξη περνάει με πολύ αργούς ρυθμούς στην υιοθέτησή της στην καθημερινότητα των δημοσίων φορέων και ακόμη περισσότερο στη χάραξη πολιτικών. Ενώ έχουμε μια αλματώδη πρόοδο στον τομέα της περιβαλλοντικής παρακολούθησης και μας προσφέρονται πλέον πολύτιμα σύνολα διαρκώς ανανεούμενων δεδομένων αλλά και εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για να τα αναλύσουμε και να υπολογίσουμε τα ανανεώσιμα αποθέματα των υδάτων, συνεχίζουμε να χαράζουμε τις πολιτικές διαχείρισης του πιο πολύτιμου πόρου μας με βάση ελλιπή και μη επικαιροποιημένα δεδομένα και διαδικασίες που στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι κατάλληλες για να αποτυπώσουν την τρέχουσα κατάσταση και να την επικαιροποιούν διαρκώς».
Η μελέτη διενεργήθηκε από την Ομάδα Γεωπληροφορικής του Εργαστηρίου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Αντιρρυπαντικής Τεχνολογίας Ατμοσφαιρικών Ρύπων.


Πηγή: «Καθημερινή»

xartis 1
xartis 2