Ερνέστος Τσίλλερ: Ο αρχιτέκτονας που έχτισε την Αθήνα αλλά έχασε το σπίτι του σε πλειστηριασμό
Ερνέστος Τσίλλερ: Ο αρχιτέκτονας που έχτισε την Αθήνα αλλά έχασε το σπίτι του σε πλειστηριασμό

Ερνέστος ΤσίλλεραρχιτέκτοναςΑθήναΜέγαρο Τσίλλερ
Ερνέστος Τσίλλερ: Ο αρχιτέκτονας που έχτισε την Αθήνα αλλά έχασε το σπίτι του σε πλειστηριασμό
Η ιστορία του σπουδαίου Γερμανού, που έδωσε ταυτότητα και αισθητική στην ελληνική πρωτεύουσα – Υπολογίζεται ότι χάρισε στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις, 600 αρχιτεκτονικά αριστουργήματα
Το επόμενο Σαββατοκύριακο, στην πλατεία Μιαούλη της Ερμούπολης της Σύρου θα διεξαχθεί το καθιερωμένο τα τελευταία χρόνια διεθνές τουρνουά μπάσκετ 3Χ3, με διοργανωτή τον παλιό κορυφαίο μπασκετμπολίστα Γιώργο Πρίντεζη και με τη συμμετοχή δεκάδων νυν και πρώην αστέρων του αθλήματος.
Πέρα από τα στιγμιότυπα των αγώνων όμως, τα μάτια των χιλιάδων τηλεθεατών που το παρακολουθούν, υποχρεωτικά στρέφονται -μαγνητίζονται ίσως απ’ αυτό- στο φόντο του πρόχειρου γηπέδου που στήνεται για τις ανάγκες της διοργάνωσης: στο Δημαρχείο της Ερμούπολης. Ενα πραγματικό κόσμημα για την πρωτεύουσα των Κυκλάδων, από τα μεγαλύτερα και πιο επιβλητικά δημαρχεία της Ελλάδος. Από τα σκαλοπάτια του, δίκην πρόχειρης «εξέδρας», οι θεατές του τουρνουά παρακολουθούν τους αγώνες.
Είναι ένα κτίριο χτισμένο το 1876 υπό την επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλλερ, με κόστος 1.300.000 δραχμές, υπέρογκο για την εποχή. Με τριώροφη όψη από την πλευρά της πλατείας και διώροφη από την πίσω, με εντυπωσιακές λεπτομέρειες, δύο πτέρυγες με πέντε κατακόρυφους άξονες παραθύρων δεξιά και αριστερά, προεξοχές, πύργους. Γενικότερα, με μια χαρακτηριστική αρχιτεκτονική εμπνευσμένη από τρεις διαφορετικούς ρυθμούς. Τον τοσκανικό, που χαρακτηρίζει τον 1ο όροφο με την επιβλητική σκάλα πλάτους 15,5 μέτρων, τον ιωνικό στον 2ο όροφο και τον κορινθιακό στους πύργους.
Συγκαταλέγεται στα αναρίθμητα έργα που φέρουν τη σφραγίδα του κορυφαίου Γερμανού σχεδιαστή-μελετητή, αρχιτέκτονα και κατασκευαστή. Διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα, έχοντας αφήσει μέχρι σήμερα ολοζώντανο το αποτύπωμά του όπως ο ίδιος το διαμόρφωσε με το πλούσιο έργο του, που χρονικά εκτείνεται στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, έχοντας προκαλέσει θαυμασμό στους μεταγενέστερους αρχιτέκτονες, καθώς διαπνέεται από δημιουργική πνοή, αίσθηση καλλιτεχνικής ελευθερίας και απαράμιλλη ικανότητα σύνδεσης του αρχαίου ιστορικού στοιχείου με τις σύγχρονες τάσεις.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, περπατώντας κανείς στο κέντρο της σημερινής Αθήνας είναι αδύνατο να μην εντυπωσιαστεί από την πολυπληθή παρουσία κτιρίων, δημόσιων και ιδιωτικών, που με την παρουσία τους διαμόρφωσαν τόσο έντονα την οικιστική φυσιογνωμία και αισθητική της νεότερης Ελλάδας, συνδυάζοντας αρχιτεκτονική παράδοση και νεωτεριστικά στοιχεία, που προσέδωσαν στην ελληνική πρωτεύουσα τη δική της νέα «ταυτότητα».
Από το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο στην Ηρώδου Αττικού και τα Μέγαρα Σταθάτου και Ανδρέα Συγγρού στη Βασιλίσσης Σοφίας, μέχρι το Ιλίου Μέλαθρον ή Μέγαρο Σλήμαν και το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών στην Πανεπιστημίου και ακόμα μέχρι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πατησίων και το Εθνικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου και πολλά ακόμα εμβληματικά κτίρια, στην Αθήνα και την υπόλοιπη χώρα, όπως επαύλεις, θέατρα, δημαρχεία, ακόμα και ναούς. Ολοι τα θαυμάζουν, Ελληνες και ξένοι επισκέπτες. Λίγοι γνωρίζουν τον εμπνευστή τους.

Κι όμως, χρεοκόπησε
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, που ήρθε από τη Σαξονία για να γίνει ο αναμορφωτής της νεότερης Αθήνας και που πολλοί ειδικοί τού πιστώνουν ότι βρήκε την ελληνική πρωτεύουσα «χωριό» και τη μετέτρεψε με τις παρεμβάσεις του σε σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, οδηγήθηκε στη χρεοκοπία. Εχοντας συμπαρασυρθεί από την πτώχευση επί Χαριλάου Τρικούπη, αλλά και δικούς του λανθασμένους χειρισμούς, ο Τσίλλερ χρεοκόπησε και ο ίδιος. Και έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος, έχοντας χάσει ακόμα και το σπίτι του, ένα ακόμη κόσμημα αρχιτεκτονικής έμπνευσης και δημιουργίας, σε πλειστηριασμό.
Κάτι που πάντως επ’ ουδενί αναιρεί το ότι για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική ήταν και παραμένει ένα τεράστιο, ανεκτίμητης αξίας κεφάλαιο. Που μάλιστα, 188 ακριβώς ολόκληρα χρόνια μετά τη γέννησή του (22 Ιουνίου 1837) είναι άγνωστο το εύρος των έργων του. Δεν είναι λίγα τα κτίρια-κομψοτεχνήματα στην επαρχία, άγνωστου αρχιτέκτονα, που του αποδίδονται, χωρίς πάντως να υπάρχει βεβαιότητα, ενώ πολλά κτίρια που δεδομένα είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει έχουν κατεδαφιστεί. Σε κάθε περίπτωση το έργο του δεν είναι πλήρως καταλογογραφημένο.
Το πρώτο κτίριο
Ο Ερνστ Μόριτς Τέοντορ Τσίλλερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 στη συνοικία Ζέρκοβιτς, στο σημερινό Ράντεμποϊλ-Ομπερλέσνιτς της Σαξονίας. Πρωτότοκος γιος, με ακόμη εννέα αδέρφια, του κατασκευαστή Κρίστιαν Τσίλλερ και της Γιοχάνα Σοφί Φίχτερ. Η αρχιτεκτονική ήταν στο οικογενειακό DNA. Ο ίδιος και τρεις από τους αδελφούς του, οι Μότις, Γκούσταφ και Πολ Φρίντριχ, δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά στην αρχιτεκτονική και τις κατασκευές, ο τελευταίος μάλιστα κάποια χρόνια και στην Ελλάδα.
Ο Τσίλλερ σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Βασιλική Σχολή Οικοδόμησης στη Δρέσδη. Εργάστηκε συγχρόνως στο αρχιτεκτονικό γραφείο του διάσημου Δανού Θεόφιλου Χάνσεν, δάσκαλό του στην επιστήμη και αργότερα στενό φίλο του.

Η γνωριμία με τον Χάνσεν καθόρισε την καριέρα του, αλλά και πυροδότησε την έναρξη της σχέσης του με την Ελλάδα. Κι αυτό γιατί στα μέσα Φεβρουαρίου 1861, ο Τσίλλερ, μόλις 24 χρόνων, ήρθε στην Αθήνα ως εκπρόσωπος του Χάνσεν για να αναλάβει την επίβλεψη της κατασκευής της Ακαδημίας Αθηνών. Το περιέγραψε ο ίδιος ως «θέλημα της Μοίρας», να ασχοληθεί με τις όψεις, κατόψεις και τομές της Ακαδημίας που θα έχτιζε ο μέντοράς του, κατ’ εντολή του Σίμωνος Σίνα στην Αθήνα.
Η νεαρή πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους δεν ήταν τότε παρά ένα «μεγάλο χωριό», όπως έχει γράψει ο ίδιος στις «Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ». Ενα έργο της Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη, δρ Ιστορίας της Τέχνης, που περιλαμβάνει ιδιόγραφες σημειώσεις του στα γερμανικά, τις οποίες ανακάλυψε στο αρχείο καλλιτεχνών της Εθνικής Πινακοθήκης. Αυτούσια η παράγραφος περιγραφής της άφιξής του: «Φθάσαμε στον Πειραιά.
Τα δέντρα που στον δρόμο για την Αθήνα είχα πάρει για γέρικες ιτιές, ήταν ελαιόδεντρα (ο Ελαιώνας). Καθόλου ευφρόσυνο ήταν το θέαμα που παρουσίαζε το νέο τμήμα της οδού Ερμού· δεξιά και αριστερά γκρεμισμένα σπίτια για τη διαπλάτυνση. Προχωρώντας πιο πάνω, προς το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», όπου στρίβοντας αριστερά ανεβήκαμε την οδό Αιόλου, τα πράγματα καλυτέρεψαν κάπως και έτσι φθάσαμε τελικά στο πανδοχείο «Βιτάλης», όπου καταλύσαμε. Εν ολίγοις, η Αθήνα μού φάνηκε σαν ένα μεγάλο χωριό».
Αυτό που δεν γνώριζε ίσως, ήταν ότι θα γινόταν ο πρωταγωνιστής στην ανοικοδόμηση του «μεγάλου χωριού», με έναν τεράστιο όγκο δουλειάς που θα αφορούσε προσοδοφόρα δημόσια και κυρίως ιδιωτικά μέγαρα.
Από την Ακαδημία στο Τατόι
Ο Τσίλλερ εντάχθηκε σχεδόν αμέσως στην αθηναϊκή κοινωνία. Ξεκίνησε αμέσως περιοδείες στην τότε ελεύθερη χώρα για να γνωρίσει τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς. Δεν δίστασε να επισκεφθεί ακόμη και ληστοκρατούμενες περιοχές. Μάλιστα, περιοδεύοντας στο Ραμνούντα, έπεσε πάνω στον διαβόητο αρχιλήσταρχο της εποχής Κίτσο Νυφίτσα με τη συμμορία του. Ευτυχώς όμως, εκείνος τον εξέλαβε ως φτωχό δάσκαλο, άρα δεν είχε κάτι να ωφεληθεί απ’ αυτόν και δεν τον πείραξε. Μετά την έξωση του Οθωνα, οι εργασίες για την Ακαδημία σταμάτησαν και ο ίδιος αποχώρησε από τη χώρα.
Επέστρεψε στη Βιέννη, όπου συνέχισε να εργάζεται στο γραφείο του Χάνσεν, σπουδάζοντας παράλληλα Αρχιτεκτονική και Ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Παράλληλα, συμμετείχε σε εκπαιδευτικά ταξίδια σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Βερόνα, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία, Πομπηία κ.ά.), όπου πραγματοποίησε επιτόπιες αρχιτεκτονικές μελέτες.
Το 1868 ο Τσίλλερ επανήλθε στην Ελλάδα και το 1872 διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, τον πρόδρομο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οι παραγγελίες για μελέτες και σχέδια έρχονταν πλέον η μία μετά την άλλη. Ο Τσίλλερ έχει πια καθιερωθεί.
Υπήρχε η εύνοια του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και η ανάθεση σε αυτόν της μελέτης των θερινών ανακτόρων στο Τατόι, στους Πεταλιούς και αργότερα των ανακτόρων του Διαδόχου. Αυτά λειτούργησαν σαν μαγνήτης για πλήθος πλούσιων μεγαλοαστών, που του ανέθεσαν τη μελέτη και κατασκευή των κατοικιών-μεγάρων και των εξοχικών τους επαύλεων.

Ευτυχώς τα ονόματα των πελατών του είναι καταγεγραμμένα στις μελέτες που εκπόνησε και σώζονται ατόφιες. Οι πελάτες πήγαιναν προς αυτόν και όχι εκείνος προς τους πελάτες, ειδικά στην περίοδο 1872-1885. Αναφέρονται οι οικογένειες Ψύχα, Συγγρού, Πεσμαζόγλου, Καλλιγά, Συριώτη-Εμπειρίκου, Σταθάτου, Μελά, Δέκοζη-Βούρου, Γουδή και δεκάδων ακόμα πλουσίων της εποχής.
Ο Τσίλλερ παντρεύτηκε τη σολίστ πιάνου και συνθέτρια Σοφία Δούδου, κόρη επιχειρηματία από την Κοζάνη. Το ζεύγος γνωρίστηκε στις αρχές του 1876 στη Βιέννη και τον Ιούνιο του ίδιου έτους παντρεύτηκαν. Το ζευγάρι απέκτησε πέντε παιδιά: τη Βαλέρια, τη Ναταλία, τη ζωγράφο Ιωσηφίνα ή Φιφή, τον Οθωνα και τον Βάλτερ.
Το 1883 απολύθηκε από το Πολυτεχνείο λόγω της άρνησής του να συγκαλύψει τις οικονομικές καταχρήσεις που καθυστερούσαν την ανέγερση του Ζαππείου. Το επόμενο έτος διορίστηκε διευθυντής Δημοσίων Εργων επί κυβέρνησης Χαρίλαου Τρικούπη, σε μια προσπάθεια του τότε πρωθυπουργού να τον αποκαταστήσει. Εγκατέλειψε υποχρεωτικά τη θέση, καθώς το 1893 καταργήθηκε μετά τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.
Η φιλοσοφία του
Ο Τσίλλερ έδωσε αρχιτεκτονική ταυτότητα και αισθητική στην πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, συνδέοντάς την με το μακρινό αρχαίο παρελθόν της. Υπήρξε βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του ώριμου ελληνικού κλασικισμού, αντικαθιστώντας τα ρωμαϊκά μορφολογικά στοιχεία με τα κλασικά ελληνικά, δημιουργώντας ουσιαστικά μία δική του σχολή και ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό ρεύμα, που μέχρι σήμερα είναι αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού. Προχώρησε προς τον εκλεκτισμό και τον ρομαντισμό, κυρίως στις ιδιωτικές κατοικίες. Στην αρχιτεκτονική όμως των δημόσιων κτιρίων διατήρησε το ελληνικό πνεύμα του κλασικισμού, ενώ αντίστοιχα στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική προσπάθησε να διαφυλάξει τη βυζαντινή παράδοση.
Διέπρεψε στην αρχιτεκτονική θεάτρων (Δημοτικό Αθηνών, Θέατρο Απόλλων στην Πάτρα, Φώσκολος στη Ζάκυνθο, Βασιλικό [Εθνικό] στην Αθήνα), στη ναοδομία, στην αρχιτεκτονική μουσείων και στην εξωτερική διακόσμηση κτιρίων με σφυρήλατα κάγκελα και στο εσωτερικό με πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο.
Είναι ο πρώτος αρχιτέκτονας που χρησιμοποίησε σιδηρά υποστυλώματα στην οικοδομή. Εφερε πρώτος τον τεχνητό εξαερισμό και την κεντρική θέρμανση. Καθιέρωσε χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα με σχέδια εμπνευσμένα από τη μυθολογία. Χαρακτηριστική περίπτωση η σβάστικα που, μεταξύ άλλων, βρέθηκε στις ανασκαφές του Σλήμαν στην Τροία και γι’ αυτό την επέλεξε ως σχέδιο στα κάγκελα της οικίας Σλήμαν στην Πανεπιστημίου.
Πραγματοποίησε ανασκαφές στο Θέατρο του Διονύσου και στο Παναθηναϊκό Στάδιο (1864-1869), στην Τροία, αλλά και στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα κοντά στον Μαραθώνα. Είναι από τους πρώτους που κατέγραψαν την πολυχρωμία στα αγάλματα και τα αρχιτεκτονικά μέλη του Θησείου, του Ερεχθείου, του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα κ.ά. Το 1865, με μελέτη του με τίτλο «Περί της αρχικής υπάρξεως των καμπυλώσεων του Παρθενώνος» ήταν ουσιαστικά ο πρώτος που τεκμηριωμένα υποστήριξε τη σωστή άποψη περί ηθελημένης καμπυλότητας των δημιουργών του Παρθενώνα.
Χρεοκοπία και πτωχοκομείο
Μέχρι που με την πτώχευση του 1893, ήρθε η απότομη κατάρρευση του αρχιτεκτονικού και εργολαβικού γραφείου του. Οπως στις σύγχρονες κρίσεις, όταν χρεοκοπεί το κράτος συνοδεύεται από κατάρρευση τραπεζών και πολλών επιχειρήσεων. Κάπως έτσι, τότε, η υποτυπώδης ελληνική κατασκευαστική αγορά ήταν η πρώτη που «πλήρωσε το μάρμαρο» της χρεοκοπίας.
Το έργο της μερικής αναμαρμάρωσης το 1895, ενόψει της διοργάνωσης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων την επόμενη χρονιά, επί σχεδίων που είχαν εκπονήσει οι Τσίλλερ και Αναστάσιος Μεταξάς, του έδωσε μια ανάσα εσόδων, που αποδείχθηκε πρόσκαιρη. Χρόνο με τον χρόνο τα οικονομικά του προβλήματα επιδεινώθηκαν. Τα δάνεια τον έπνιξαν, με αποτέλεσμα να χάσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του. Αναγκάστηκε να εκποιήσει ακόμα και προσωπικά του αντικείμενα προκειμένου να έχει τα απαραίτητα για την επιβίωσή του. Ακόμη και η κατοικία του, το εξαίσιο Μέγαρο Τσίλλερ, πουλήθηκε το 1912 σε πλειστηριασμό, καταλήγοντας στον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο.
Ο θάνατος έμελλε να τον βρει στο Πτωχοκομείο. Απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου 1923 και θάφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ενα ακόμη δυσάρεστο στοιχείο, ότι από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι και το 1990 πολλά από τα αριστουργήματά του κατεδαφίστηκαν ή εγκαταλείφθηκαν παντελώς και καταστράφηκαν, συνιστώντας ένα πραγματικό έγκλημα κατά της Αρχιτεκτονικής.