Μία δεκαετία και μία αιωνιότητα. Είναι αβέβαιο εάν ο χρόνος βοηθά στην ψύχραιμη και ψυχρή αποτίμηση των όσων έγιναν πριν δέκα χρόνια, στην κορύφωση ουσιαστικά του ελληνικού δράματος, με τη χρεοκοπία της χώρας, τα μνημόνια και το θρίλερ με το grexit. Αλλά πάντα η ανασκόπηση των ιστορικών γεγονότων βοηθά στην βαθύτερη εκτίμηση ή και επανεκτίμηση των όσων καθορίζουν την πορεία μίας χώρας.
Είναι Ιούνιος του 2015.
Τα οικονομικά περιθώρια για τη χώρα έχουν γίνει ασφυκτικά.
Η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους ευρωπαίους δανειστές και το ΔΝΤ, έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
Οι δανειστές απορρίπτουν τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς για έναν «έντιμο συμβιβασμό», χωρίς νέα επονείδιστα μέτρα και με ρύθμιση του χρέους, και ζητούν περαιτέρω μέτρα, περισσότερη δημοσιονομική πειθαρχεία, ενώ η τετράμηνη παράταση του προγράμματος που είχε λάβει η Ελλάδα τον Φεβρουάριο εκπνέει.
Οι κρίσιμες σύνοδοι κορυφής στις 22 και στις 25 Ιουνίου, αποτυγχάνουν να δώσουν συμφωνία και το ΔΝΤ κάνει σαφές ότι δε θα δεχθεί μετακίνηση της ημερομηνίας αποπληρωμής της δόσης που λήγει στις 30 Ιουνίου.

Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει το τελεσίγραφο των δανειστών το οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει αύξηση ΦΠΑ σε νησιά και εστίαση, περικοπές σε δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια, 100% προκαταβολή φόρου σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, κατάργηση ΕΚΑΣ, ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών στο δημόσιο και περικοπές συντάξεων.

Το σχέδιο συμφωνίας των τριών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παραδίδεται στον Αλέξη Τσίπρα από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός μοιάζει ήδη πριν ξεκινήσει από τις Βρυξέλλες για την Αθήνα εκείνο το βράδυ της 26ης Ιουνίου να έχει πάρει τις αποφάσεις του και αφού η διήμερη σύνοδος κορυφής δεν έβγαζε πουθενά.
Τού είναι αδύνατο να σηκώσει το βάρος είτε μίας καταστροφικής υποχώρησης, υπογράφοντας ένα ισοπεδωτικό νέο μνημόνιο, είτε μίας ρήξης με τους δανειστές που θα άφηνε εκτεθειμένη τη χώρα στον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ.
Από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και άλλους παράγοντες γίνεται λόγος για «μπλόφα» των Ευρωπαίων και πως δεν θα μπει στο τραπέζι το Grexit. Ο Τσίπρας δεν μπορεί να πάρει κανένα ρίσκο και να συνεχίσει προς τον έναν ή τον άλλο δρόμο.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τις πρωινές ώρες της 27ης Ιουνίου, έχοντας κάνει την πιο αγωνιώδη και μακρά πτήση στη ζωή του, φτάνει στην Αθήνα, συγκαλεί έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και προχωρά σε διάγγελμα, ανακοινώνοντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ερώτημα για αποδοχή ή απόρριψη της πρότασης των δανειστών.
Ο πρωθυπουργός καλεί ξεκάθαρα τους πολίτες να ψηφίσουν «ΟΧΙ» και να απορρίψουν την πρόταση. «Στο εκβιαστικό τελεσίγραφο, για την αποδοχή από τη μεριά μας, μιας αυστηρής και ταπεινωτικής λιτότητας δίχως τέλος και χωρίς προοπτική να ορθοποδήσουμε ποτέ κοινωνικά και πολιτικά, σας καλώ να αποφασίσετε κυρίαρχα και περήφανα» δηλώνει ο Αλέξης Τσίπρας. Αλλά ούτε και εκείνος γνωρίζει πραγματικά σε τις ατραπούς μπαίνει η κυβέρνησή του και η χώρα.
Η κοινή γνώμη παγώνει, οι απόψεις είναι διχασμένες όσο ποτέ, η αντιπολίτευση εκρήγνυται και οι ευρωπαίοι σφίγγουν τον κλοιό, απειλώντας ευθέως με Grexit. Οι περισσότεροι εκ των ευρωπαίων ηγετών και η ίδια η τρόικα, αιφνιδιάζεται ή και σοκάρεται.
Αυτό που δεν τόλμησε να κάνει το 2011 ο Γιώργος Παπανδρέου, το επιχειρεί τώρα, με τρόπο ανεπίστρεπτο ο Αλέξης Τσίπρας.

Η επίσημη τοποθέτησή τους είναι απολύτως κυνική: «Στο δημοψήφισμα οι Έλληνες πολίτες καλούνται να απαντήσουν αν θα παραμείνουν στο Ευρώ ή θα επιστρέψουν στη δραχμή» λέει ο Γιούνκερ, εκφράζοντας μια άποψη που συμμερίστηκαν αμέσως κυβερνήσεις της Ευρώπης, όπως της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, ώστε να κατευθύνουν την ελληνική κοινή γνώμη προς το «ΝΑΙ».
Το πρωί της επόμενης ημέρας επικρατεί πανικός στους πολίτες, ειδικά στο τραπεζικό σύστημα.
Δημιουργούνται μεγάλες ουρές έξω από τα ATM, καθώς επικρατεί ανασφάλεια και ανησυχία ακόμα και για κούρεμα καταθέσεων, σενάριο το οποίο τελικά δεν επιβεβαιώνεται.
Τα πράγματα αρχίζουν να ξεφεύγουν, με ορατό τον κίνδυνο της κατάρρευσης των τραπεζών. Είτε είναι βάσιμοι οι φόβοι, είτε πρόκειται για κινδυνολογία, η ψυχολογία του κόσμου δημιουργεί μία ανεξέλεγκτη κατάσταση. Μάταια η κυβέρνηση προσπαθεί να καθησυχάσει τους καταθέτες.
Στις 28 Ιουνίου η κυβέρνηση ανακοινώνει την επιβολή capital controls, ύστερα από άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει την παροχή ρευστότητας μέσω ELA.
Οι πολίτες μπορούν να λάβουν μόνο μέχρι 60 ευρώ την ημέρα.

Η αβεβαιότητα, μαζί με το θυμό και την οργή – είτε προς τους δανειστές, είτε από την άλλη προς την κυβέρνηση – κυριαρχούν στην πολιτική και κοινωνική ζωή.
Στις 30 Ιουνίου το πρόγραμμα λήγει. Η Ελλάδα αδυνατεί να πληρώσει δόση 1.7 δις στο ΔΝΤ και γίνεται η πρώτη ανεπτυγμένη χώρα που τυπικά χρεοκοπεί.
Η απόφαση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος λήφθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο σε μία δραματική συνεδρίαση, με την ονομαστική ψηφοφορία να διεξάγεται τις πρώτες ώρες της 28ης Ιουνίου.
Υπέρ τάσσονται 178 βουλευτές και κατά 120, σε σύνολο 298 βουλευτών, καθώς δύο δε ψήφισαν.
Υπέρ ψηφίζουν οι βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι ψηφίζουν κατά. Το ΚΚΕ λέει ότι είναι συνολικά κατά, τόσο σε ό,τι αφορά τις προτάσεις των δανειστών όσο και ό,τι αφορά τις προτάσεις της κυβέρνησης.

Οι επόμενες ημέρες είναι δραματικές και η συζήτηση επικεντρώνεται στο ποιο είναι το πραγματικό δίλημμα.
Οι δανειστές και η αντιπολίτευση στην Ελλάδα επιμένουν ότι το «ΟΧΙ» οδηγεί στην έξοδο από το ευρώ.
Και κατά τις πληροφορίες που κυκλοφορούν, αυτός ο φόβος έχει διαμορφώσει στις δημοσκοπήσεις έναν συσχετισμό υπέρ του «ΝΑΙ».
Την Τετάρτη 1 Ιουλίου ο Αλέξης Τσίπρας κάνει το πιο αποφασιστικό βήμα για να αλλάξει το κλίμα. Αφού έχει υποστεί τεράστια πίεση το προηγούμενο τριήμερο, προχωρά σε ένα διάγγελμα που μάλλον καθόρισε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Διαβεβαιώνει ότι το αποτέλεσμα της κάλπης δεν σχετίζεται με τη θέση της χώρας στην ευρωζώνη. Και πως λένε ψέματα όσοι τον κατηγορούν ότι θέλει να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Καθησυχάζει έτσι τους φόβους και ξεκαθαρίζει ότι θέλει το «ΟΧΙ» για να διαπραγματευτεί και πιέσει για μία καλύτερη συμφωνία.
Παράλληλα κατηγορεί την αντιπολίτευση – και το «παλαιό σύστημα» – ότι θέλει να ρίξει όλο το βάρος για τη χρεοκοπία της χώρας στη δική του κυβέρνηση.
Από το βράδυ της Τετάρτης και μέχρι την Κυριακή το σκηνικό αλλάζει.
Τα τελευταία 24ωρα πριν την κάλπη σημαδεύονται από μαζικές διαδηλώσεις και τεταμένο κλίμα.
Από την μία συγκεντρώσεις υπέρ του «Όχι» και από την άλλη το κίνημα «Μένουμε Ευρώπη» που καλεί τους πολίτες να ψηφίσουν «Ναι» στην πρόταση των δανειστών.

Πρώην Πρωθυπουργοί όπως ο Κώστας Σημίτης, ο Κώστας Μητσοτάκης και ο Κώστας Καραμανλής παίρνουν ανοιχτά θέση υπέρ του «Ναι». Αποδεικνύεται ότι οι παρεμβάσεις τους δεν βοηθούν.
Η κυβέρνηση καταγγέλλει τα ΜΜΕ για μεροληψία εναντίον του «Όχι» και εκφοβισμό των πολιτών.

Στις 5 Ιουλίου διεξάγεται το δημοψήφισμα. Τα πρώτα exit poll αποτυπώνουν προβάδισμα για το «Όχι» αλλά οριακό.
Τελικά το «Όχι» υπερτερεί συντριπτικά του «Ναι» με 61.3% έναντι 38.7% και μάλιστα σε όλες τις περιφέρειες.
Λίγες ώρες αργότερα ο μέχρι τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνης Σαμαράς αποχωρεί από την ηγεσία της ΝΔ με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να αναλαμβάνει μεταβατικός πρόεδρος.
Ο Αλέξης Τσίπρας απευθύνεται στον ελληνικό λαό, λέγοντας ότι «το δημοψήφισμα δεν έχει νικητές και ηττημένους. Αποτελεί μια μεγάλη νίκη από μόνο του».
Επαναλαμβάνει, μάλλον για να διαμηνύσει τις προθέσεις του στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν έλαβε εντολή ρήξης, αλλά μία ενίσχυση για τη διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα επισκέπτεται τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο για να ζητήσει έκτακτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών προκειμένου να τους ενημερώσει για τις κινήσεις του.

Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές.
Μέσα στην ημέρα παραιτείται από υπουργός Οικονομικών ο Γιάνης Βαρουφάκης σημειώνοντας ότι πρόκειται για απαίτηση των δανειστών και αντικαθίσταται από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Μετά από την πολύωρη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Προκόπη Παυλόπουλο, όπου συμμετέχουν ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ο μεταβατικός Πρόεδρος της ΝΔ, Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδοράκης, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, ο υπουργός Άμυνας και αρχηγός των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτης Καμμένος και η αείμνηστη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά, υπογράφεται κοινό ανακοινωθέν – αρκείται μόνο ο κ. Κουτσούμπας.

Στο ανακοινωθέν τονίζεται ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί ρήξη με τους δανειστές, αλλά συνέχιση της προσπάθειας για μια δίκαιη και βιώσιμη συμφωνία που θα διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της, αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις, με κριτήριο την δίκαιη κατανομή των βαρών και προώθηση της ανάπτυξης, με τις κατά το δυνατόν λιγότερες υφεσιακές επιπτώσεις, ισχυρό, εμπροσθοβαρές, αναπτυξιακό πρόγραμμα, πρωτίστως για την καταπολέμηση της ανεργίας και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας, δέσμευση για την έναρξη ουσιαστικής συζήτησης ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους και αποκατάσταση της ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ.
Τελικά, στις 13 Ιουλίου, μετά από μία 17ώρη σύνοδο κορυφής, επιτυγχάνεται συμφωνία. Η Ελλάδα λαμβάνει δάνειο 86 δις ευρώ το οποίο συνοδεύεται από ένα νέο μνημόνιο, το τρίτο κατά σειρά.
Κατά πολλούς το μνημόνιο αυτό ήταν χειρότερο από τα δύο πρώτα, ίσως εξαιτίας και του γεγονότος ότι τα δύο πρώτα απέτυχαν, όπως και η πολύμηνη διαπραγμάτευση, που επιχείρησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.

Κατ’ άλλους η τελική συμφωνία ήταν καλύτερη από αυτή που προτάθηκε αρχικά με το τελεσίγραφο Γιούνκερ, άρα το δημοψήφισμα μετρίασε κάπως τη σκληρότητα των μέτρων, αλλά δεν ανέτρεψε κάτι ουσιαστικό.
Το θρίλερ με την πορεία της χώρας ολοκληρώθηκε σε εκείνη τη φάση, με την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να καταφύγει δύο φορές στον ελληνικό λαό. Μετά το δημοψήφισμα έγιναν και εθνικές εκλογές, αφού η κυβέρνηση έπεσε εξαιτίας της αποχώρησης της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, που θεώρησε ανατροπή του «ΟΧΙ» την αποδοχή του νέου μνημονίου, αλλά και την άρνηση του Αλέξη Τσίπρα – αναδίπλωση λένε οι αντίπαλοί του – να συμφωνήσει στη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικού σκοπού με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι.