Κάθε Πρωτομαγιά, από τότε μέχρι σήμερα, «τα κέρδη τους ή οι ζωές μας».
1η Μαΐου. Προσκλητήριο νεκρών. Τιμή στους ήρωες του λαού μας. Από το Μάιο του 1936 και τις απεργίες της Θεσσαλονίκης μέχρι τους 200 της Καισαριανής της Πρωτομαγιάς του 1944. Μέχρι σήμερα και τους 100 νεκρούς εργάτες τον τελευταίο χρόνο στους χώρους δουλειάς.
Αυτό ήταν πάντα η Πρωτομαγιά. Ένα προσκλητήριο νεκρών. Μία ευκαιρία να κοιτάξουμε πίσω μας. Να κοιτάξουμε δίπλα μας. Και να προσπαθήσουμε να δούμε το αύριο.
«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;» (Γιάννης Ρίτσος – Επιτάφιος)
Ο Μάης του 1936
1936. Δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Τα συνδικάτα των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη απεργούν, από το Φεβρουάριο. Καταλαμβάνουν αρχικά ένα εργοστάσιο και στη συνέχεια όταν τα αιτήματα τους απορρίπτονται οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται και απλώνονται και σε άλλα εργοστάσιο.
Απέναντι τους οι εργάτες βρίσκουν αστυνομία και στρατό. Αλλά δεν είναι αρκετά για να τους σταματήσουν.
Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώνονται στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών.
Ξημέρωμα 9ης Μαΐου, η Θεσσαλονίκη είναι «νεκρή» αφού στην απεργία έχουν μπει οι σιδηροδρομικοί, οι αυτοκινητιστές, οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό, οι βιομηχανικοί εργάτες, οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς.

Η Χωροφυλακή επιτίθεται για να διαλύσει τους διαδηλωτές και ξεκινούν αληθινές μάχες στους δρόμους. Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός.
«Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε η πλάση
Κι ο ήλιος κουβάρι ολόμαυρο το φέγγος του έχει μάσει
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
Κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά, ουδέ σε παρατάει. […]
Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα
Φως ιλαρό λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα
Σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου εσύ κοιμήσου
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου» (Γ. Ρίτσος – Επιτάφιος)
Πνίγουν τη διαδήλωση στο αίμα
Το καθεστώς Μεταξά πνίγει στο αίμα τη διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη. 12 εργάτες σκοτώνονται και τραυματίζονται περισσότεροι από 280 διαδηλωτές. Στην πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη, μια φωτογραφία. Αυτή του 25χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση. Με τη μάνα του να θρηνεί πάνω από το σώμα του παιδιού της, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία.

Και ο Γιάννης Ρίτσος γράφει τον Επιτάφιο.
Η απεργία λήγει στις 12 Μαΐου.
«Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
Όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.
Ανάμεσα τους γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
Το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωραφισμένο
[…]
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθεια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυά μου τον ήλιο αντικρύζω.
Γιε μου στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
Σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου εσύ πουλί μου». (Γ. Ρίτσος – Επιτάφιος)
Πρωτομαγιά του 1944
«Τέτοια μέρα δεν ξανάζησε η Καισαριανή. Γεμάτη Θάνατο. Γεμάτη Περηφάνεια».
Στο απόσπασμα οδηγούνται 200 Έλληνες Κομμουνιστές. Εκτελούνται ως αντίποινα για τις ζωές τεσσάρων Γερμανών. Ένα στρατηγό και τρεις συνοδούς του.


Η Πρωτομαγιά του 1944 έγινε η Πρωτομαγιά σημείο αναφοράς όλων των Ελλήνων. Και το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, το Θυσιαστήριο της Λευτεριάς.
Δευτέρα ήταν εκείνη η Πρωτομαγιά. Και ο ήλιος θα έβγαινε στις 5:33.
Οι μελλοθάνατοι πάνε στο απόσπασμα και αφήνουν τα τελευταία λόγια τους σε σημειώματα που πετούν στο δρόμο.
Μιλάνε για λευτεριά. Ζητάνε να συνεχιστεί ο αγώνας και υπόσχονται εκδίκηση.
Οι 200 κομμουνιστές
Οι 200 της Καισαριανής ήταν όλοι πολιτικοί κρατούμενοι στο ΜΠΛΟΚ 15 του μαρτυρικού στρατοπέδου στο Χαϊδάρι.
Όλοι ήταν κρατούμενοι προερχόμενοι από την Ακροναυπλία και εξόριστοι στην Ανάφη. Κομμουνιστές που φυλακίστηκαν βασανίστηκαν και εξορίστηκαν για τους αγώνες τους.
Από τη δεκαετία του 1930, στην ματωμένη Πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στις εργατικές κινητοποιήσεις του Βόλου, τον Ιούνιο του 1936, την πανεργατική απεργία στο Ηράκλειο της Κρήτης τον Αύγουστο του 1935, τους αγώνες για τη σταφίδα στη Μεσσηνία του 1936.
«Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι – άνθρωπος να σαι!
[…]
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι». (Κώστας Βάρναλης, Πρωτομαγιά 1944)
Από τις απεργίες του 1936 στον τοίχο της Καισαριανής το 1944
Οι 200 της Καισαριανής ήταν όλοι τους αγωνιστές που ο δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά αρνήθηκε να απελευθερώσει. Αρνήθηκε να τους δώσει το δικαίωμα να πολεμήσουν για την ελευθερία της πατρίδας τους, όπως ζήτησαν. Αντίθετα τους παρέδωσαν στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.

Οι 200 της Καισαριανής δεν επιλέχθηκαν τυχαία.
Τυχαία δεν ήταν ούτε η μέρα, ούτε ο τόπος της εκτέλεσης τους.
«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες ,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο -.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα .
Είδατε τα πουλιά, που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους, τον ανατέλλοντα πυρφόρον .
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουνε στο μέλλον .
Εμείς, μερτικό δε ζητήσαμε…. Τίποτα… Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας». (Γιάννης Ρίτσος, Σκοπευτήριο Καισαριανής)
Οι νεκροί ζητούν να θυμάσαι κάθε Πρωτομαγιά
Και όμως ξεχάσαμε.
Και επιτρέψαμε κυβερνήσεις βίας και νοθείας.
Και ανεχτήκαμε μία ακόμα δικτατορία.
Και χάσαμε ένα πόλεμο.
Μετά το 1974, ίσως και λίγο αργότερα, ξεχάσαμε. Ξανά. Σαν να μην υπήρξαν οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι διώξεις, η φτώχεια.
Μεθύσαμε. Χορτάσαμε. Μας απορρόφησε το «φως, νερό, τηλέφωνο». Βολευτήκαμε στην ψευδαίσθηση μίας κατ΄επίφαση «χλιδής».
Και οι Πρωτομαγιές έγιναν ξαφνικά από απεργίες «γιορτές των λουλουδιών».
Και επειδή ξεχάσαμε συνέχισαν να μας σκοτώνουν εδώ κάθε μέρα.
Στους χώρους δουλειάς. Στα τρένα. Στους δρόμους…
Κάθε χρόνο στην Καισαριανή γίνεται προσκλητήριο νεκρών. Οι 200 επιστρέφουν και δηλώνουν παρόντες.
Το αίμα ξυπνάει στο χώμα και απαιτεί να θυμηθούμε.
Να μην ξεχάσουμε τη θυσία.
Να υπερασπιστούμε τις στρατιές των νεκρών μας.
Να υψώσουμε ανάστημα ως οφείλουμε.
Από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Καισαριανή.
Από τα ξερονήσια και το ΕΑΤ – ΕΣΑ μέχρι την Κύπρο.
Μέχρι το σήμερα.
Από το Κερατσίνι στον Άγιο Παντελεήμονα. Από την ιχθυόσκαλα Περάματος και τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη μέχρι τα Τέμπη.
Οι συνθήκες διαφορετικές. Το αίμα του λαού πάντα στο δρόμο να γράφει ιστορία.

Και το μήνυμα πάντα το ίδιο…
Οργή λαού, οργή θεού…
Τα κέρδη τους ή οι ζωές μας…
ΠΗΓΗ: in.gr